- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτίλον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: ptīlon 고전 발음: [띨:론] 신약 발음: [띨론]

기본형: πτίλον πτίλου

형태분석: πτιλ (어간) + ον (어미)

어원: πτέσθαι

  1. 깃털, 털, 솜깃털
  1. feather, especially a down feather
  2. the down of a youth's face
  3. plumelet

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτίλον

깃털이

πτίλω

깃털들이

πτῖλα

깃털들이

속격 πτίλου

깃털의

πτίλοιν

깃털들의

πτίλων

깃털들의

여격 πτίλῳ

깃털에게

πτίλοιν

깃털들에게

πτίλοις

깃털들에게

대격 πτίλον

깃털을

πτίλω

깃털들을

πτῖλα

깃털들을

호격 πτῖλον

깃털아

πτίλω

깃털들아

πτῖλα

깃털들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "καὶ καθάπερ τὰ τῶν ἄλλων ὀρνέων πτερὰ τοῖς τοῦ ἀετοῦ συντεθέντα διόλλυται ψηχόμενα καὶ ἀπανθεῖ τῶν πτίλων μυδώντων, οὕτως οὐδὲν ἀπέχει καὶ ἀνθρώπου ψαῦσιν τὴν μὲν ὠφέλιμον εἶναι τὴν δ ἀπηνῆ καὶ βλαβεράν: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 3:8)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 3:8)

  • τὸ τηνικάδ ὑπέθετό τις τοῖς πολιορκουμένοις πίθον προθεμένους ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ τρυπῆσαι τὸν πυθμένα καὶ διώσαντας αὐλίσκον σιδηροῦν ἴσον τῷ τεύχει πλῆσαι τὸν πίθον ὅλον πτίλων λεπτῶν καὶ πυρὸς παντελῶς μικρὸν ἐμβαλεῖν ὑπ αὐτὸ τὸ τοῦ πίθου περιστόμιον: (Polybius, Histories, book 21, chapter 28 12:1)

    (폴리비오스, Histories, book 21, chapter 28 12:1)

  • τό τε πλῆθος τοῦ καπνοῦ συνέβαινε πολὺ γίνεσθαι καὶ τῇ δριμύτητι διαφέρον διὰ τὴν φύσιν τῶν πτίλων, φέρεσθαί τε πᾶν εἰς τὸ τῶν πολεμίων μέταλλον. (Polybius, Histories, book 21, chapter 28 16:1)

    (폴리비오스, Histories, book 21, chapter 28 16:1)

유의어

  1. 깃털

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION