- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτίλον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: ptīlon 고전 발음: [띨:론] 신약 발음: [띨론]

기본형: πτίλον πτίλου

형태분석: πτιλ (어간) + ον (어미)

어원: πτέσθαι

  1. 깃털, 털, 솜깃털
  1. feather, especially a down feather
  2. the down of a youth's face
  3. plumelet

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτίλον

깃털이

πτίλω

깃털들이

πτῖλα

깃털들이

속격 πτίλου

깃털의

πτίλοιν

깃털들의

πτίλων

깃털들의

여격 πτίλῳ

깃털에게

πτίλοιν

깃털들에게

πτίλοις

깃털들에게

대격 πτίλον

깃털을

πτίλω

깃털들을

πτῖλα

깃털들을

호격 πτῖλον

깃털아

πτίλω

깃털들아

πτῖλα

깃털들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τράχηλος μέλας, παχύτερος καὶ βραχύτερος τῶν ὀρνίθων, τὸ δὲ σῶμα ἅπαν ποικίλον, μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου, πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου οὐ μείζοσιν φακῶν, οὗτοι δ εἰσὶν ἐν ῥόμβοις οἱ κυκλίσκοι ἧσσον μέλασι τοῦ ὅλου χρώματος : (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 71 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 71 1:5)

  • ψαύουσι τοῖς πτίλοις ἐπιπολῆς, ὅσον νοτεραί, μὴ βαρεῖαι γενέσθαι τῇ ὑγρότητι, συλλαβοῦσαι δὲ κονιορτὸν οὕτως ἐξαλείφουσι καὶ συνδέουσι τὰ χαλῶντα καὶ διολισθάνοντα τῷ δὲ σχήματι τοὔργον οὐ γωνιῶδες οὐδὲ πολύπλευρον, ἀλλ ὁμαλὸν ὡς ἔνεστι μάλιστα καὶ σφαιροειδὲς ἀποτελοῦσι καὶ γὰρ μόνιμον καὶ χωρητικὸν τὸ τοιοῦτο καὶ τοῖς ἐπιβουλεύουσι θηρίοις ἔξωθεν ἀντιλήψεις οὐ πάνυ δίδωσι. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 10 9:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 10 9:1)

  • μετὰ δὲ ταῦτα λαβόντας ἀσκόν, ᾧπερ οἱ χαλκεῖς χρῶνται, καὶ προσαρμόσαντας πρὸς τὸν αὐλὸν τὸν σιδηροῦν φυσᾶν ἐνεργῶς τὸ πρὸς τῷ στόματι πῦρ ἐν τοῖς πτίλοις ἐγκείμενον, κατὰ τοσοῦτον ἐπαγομένους ἀεὶ τὸν αὐλὸν ἐκτός, καθ ὅσον ἂν ἐκκάηται τὰ πτίλα. (Polybius, Histories, book 21, chapter 28 15:1)

    (폴리비오스, Histories, book 21, chapter 28 15:1)

유의어

  1. 깃털

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION