Ancient Greek-English Dictionary Language

πρυμνός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρυμνός

Structure: πρυμν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. hindmost, undermost, end-most, end of
  2. cut off at the root
  3. broad at base

Examples

  • εἰ δ’ αἰσχρὸν ἡγῇ μὴ συνεμπρῆσαι νεῶν πρύμνασ, πονήσασ τὸν πάροσ πολὺν χρόνον, τάξον μ’ Ἀχιλλέωσ καὶ στρατοῦ κατὰ στόμα. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:2)
  • πρευμενὴσ δ’ ἡμῖν γενοῦ λῦσαί τε πρύμνασ καὶ χαλινωτήρια νεῶν δὸσ ἡμῖν πρευμενοῦσ τ’ ἀπ’ Ἰλίου νόστου τυχόντασ πάντασ ἐσ πάτραν μολεῖν. (Euripides, Hecuba, episode 1:14)
  • ἢ κατὰ πρύμνασ ἤδη ναῦται στέλλονται κινεῖν κώπασ; (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 14)
  • λέγω δὲ προσπόλοισι πρὸσ πρύμνασ νεῶν τήνδ’ ἐκκομίζειν, ἔνθα ναυστολήσεται. (Euripides, The Trojan Women, episode 4:10)
  • τίνα φυγὰν πτερόεσσαν ἢ χθονὸσ ὑπὸ σκοτίων μυχῶν πορευθῶ, θανάτου λεύσιμον ἄταν ἀποφεύγουσα, τεθρίππων ὠκιστᾶν χαλᾶν ἐπιβᾶσ’, ἢ πρύμνασ ἐπὶ ναῶν; (Euripides, Ion, episode, lyric3)

Synonyms

  1. cut off at the root

  2. broad at base

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION