προσθέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσθέω
προσθεύσομαι
형태분석:
προς
(접두사)
+
θέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸσ τὸν Κιναῖον. ἄπελθε καὶ ἔκκλινον ἐκ μέσου τοῦ Ἀμαληκίτου, μὴ προσθῶ σε μετ̓ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἐποίησασ ἔλεοσ μετὰ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτοὺσ ἐξ Αἰγύπτου. καὶ ἐξέκλινεν ὁ Κιναῖοσ ἐκ μέσου Ἀμαλήκ. (Septuagint, Liber I Samuelis 15:6)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 15:6)
- καὶ εἶπε Κύριοσ πρόσ με. τί σὺ ὁρᾷσ, Ἀμώσ̣ καὶ εἶπα. ἀδάμαντα. καὶ εἶπε Κύριοσ πρόσ με. ἰδοὺ ἐγὼ ἐντάσσω ἀδάμαντα ἐν μέσῳ λαοῦ μου Ἰσραήλ, οὐκέτι μὴ προσθῶ τοῦ παρελθεῖν αὐτόν. (Septuagint, Prophetia Amos 7:8)
(70인역 성경, 아모스서 7:8)
- ἕν μοι φύλαξον, Μενέλεωσ, ἀνὰ στρατὸν ἐλθών, ὅπωσ ἂν μὴ Κλυταιμήστρα τάδε μάθῃ, πρὶν Αἵδῃ παῖδ’ ἐμὴν προσθῶ λαβών, ὡσ ἐπ’ ἐλαχίστοισ δακρύοισ πράσσω κακῶσ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 4:29)
(에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 4:29)
- ὑπὲρ γὰρ ὁμονοίασ ἐρῶν ἔρχομαι, καλοῦ μὲν ὀνόματοσ, καλοῦ δὲ πράγματοσ, ἄν δ̓ εὐθὺσ προσθῶ περὶ τῆσ πρὸσ τίνασ ὁμονοίασ, τοῦτο δέδοικα, μὴ τὴν μὲν ὁμόνοιαν αὐτὴν ἐφ̓ ἑαυτῆσ καλὴν εἶναι πιστεύσητε, τὸ δὲ πρὸσ τούτουσ ὁμονοεῖν τοὺσ ἀνθρώπουσ, οἷσ ὁμονοεῖν φημι δεῖν ὑμᾶσ, ἀδύνατον εἶναι νομίσητε. (Dio, Chrysostom, Orationes, 12:1)
(디오, 크리소토모스, 연설 (2), 12:1)
유의어
-
to run towards or to
- προστρέχω (도착하다, 도달하다, 깨어나다)
- ὠφελέω (바라보다, ~로 타고가다)
- κατατείνω (뻗다, 내밀다, 확장하다)
- συνανατρέχω (to run up with)
- θέω (달리다, 뛰다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
파생어
- ἀμφιθέω (to run round about)
- ἀντιθέω (to run against, compete in a race, to run contrary ways)
- ἀπιθέω (he disobeyed)
- ἀποθέω (도망가다, 튀다)
- διαθέω (뛰어다니다, 경주를 뛰다)
- διεκθέω (꿰뚫다, 찔러 넣다)
- εἰσθέω (맞부딪치다)
- ἐκθέω (만기가 되다)
- ἐπιθέω (to run at or after)
- θέω (달리다, 뛰다, 날다)
- καταθέω (흘러내리다, 흘러 내려가다)
- μεταθέω (뒤쫓다, 쫓다, 맹목적으로 따르다)
- παραθέω (to run beside or alongside, to run beyond, outrun)
- περιθέω (돌다, 회전시키다, 두르다)
- προεκθέω (to run out before, sally from the ranks, rush on)
- προθέω (to run before, he was, ahead)
- προκαταθέω (to run down before)
- συνθέω (계승하다, 성공하다, 잇따라 일어나다)
- ὑπεκθέω (to run off secretly or gradually)
- ὑπερθέω (넘다, 초과하다, 초월하다)
- ὑποθέω (to run in under, make a secret attack, to run in before)