헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπεριβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπεριβάλλω προσπεριβαλῶ

형태분석: προς (접두사) + περι (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러싸다, 포위하다
  2. 붙들다, 쥐다
  1. to put round besides, to throw or draw round oneself, to be drawn round
  2. to surround
  3. to grasp at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπεριβάλλω

προσπεριβάλλεις

προσπεριβάλλει

쌍수 προσπεριβάλλετον

προσπεριβάλλετον

복수 προσπεριβάλλομεν

προσπεριβάλλετε

προσπεριβάλλουσιν*

접속법단수 προσπεριβάλλω

προσπεριβάλλῃς

προσπεριβάλλῃ

쌍수 προσπεριβάλλητον

προσπεριβάλλητον

복수 προσπεριβάλλωμεν

προσπεριβάλλητε

προσπεριβάλλωσιν*

기원법단수 προσπεριβάλλοιμι

προσπεριβάλλοις

προσπεριβάλλοι

쌍수 προσπεριβάλλοιτον

προσπεριβαλλοίτην

복수 προσπεριβάλλοιμεν

προσπεριβάλλοιτε

προσπεριβάλλοιεν

명령법단수 προσπεριβάλλε

προσπεριβαλλέτω

쌍수 προσπεριβάλλετον

προσπεριβαλλέτων

복수 προσπεριβάλλετε

προσπεριβαλλόντων, προσπεριβαλλέτωσαν

부정사 προσπεριβάλλειν

분사 남성여성중성
προσπεριβαλλων

προσπεριβαλλοντος

προσπεριβαλλουσα

προσπεριβαλλουσης

προσπεριβαλλον

προσπεριβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπεριβάλλομαι

προσπεριβάλλει, προσπεριβάλλῃ

προσπεριβάλλεται

쌍수 προσπεριβάλλεσθον

προσπεριβάλλεσθον

복수 προσπεριβαλλόμεθα

προσπεριβάλλεσθε

προσπεριβάλλονται

접속법단수 προσπεριβάλλωμαι

προσπεριβάλλῃ

προσπεριβάλληται

쌍수 προσπεριβάλλησθον

προσπεριβάλλησθον

복수 προσπεριβαλλώμεθα

προσπεριβάλλησθε

προσπεριβάλλωνται

기원법단수 προσπεριβαλλοίμην

προσπεριβάλλοιο

προσπεριβάλλοιτο

쌍수 προσπεριβάλλοισθον

προσπεριβαλλοίσθην

복수 προσπεριβαλλοίμεθα

προσπεριβάλλοισθε

προσπεριβάλλοιντο

명령법단수 προσπεριβάλλου

προσπεριβαλλέσθω

쌍수 προσπεριβάλλεσθον

προσπεριβαλλέσθων

복수 προσπεριβάλλεσθε

προσπεριβαλλέσθων, προσπεριβαλλέσθωσαν

부정사 προσπεριβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσπεριβαλλομενος

προσπεριβαλλομενου

προσπεριβαλλομενη

προσπεριβαλλομενης

προσπεριβαλλομενον

προσπεριβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπεριβαλῶ

προσπεριβαλεῖς

προσπεριβαλεῖ

쌍수 προσπεριβαλεῖτον

προσπεριβαλεῖτον

복수 προσπεριβαλοῦμεν

προσπεριβαλεῖτε

προσπεριβαλοῦσιν*

기원법단수 προσπεριβαλοῖμι

προσπεριβαλοῖς

προσπεριβαλοῖ

쌍수 προσπεριβαλοῖτον

προσπεριβαλοίτην

복수 προσπεριβαλοῖμεν

προσπεριβαλοῖτε

προσπεριβαλοῖεν

부정사 προσπεριβαλεῖν

분사 남성여성중성
προσπεριβαλων

προσπεριβαλουντος

προσπεριβαλουσα

προσπεριβαλουσης

προσπεριβαλουν

προσπεριβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπεριβαλοῦμαι

προσπεριβαλεῖ, προσπεριβαλῇ

προσπεριβαλεῖται

쌍수 προσπεριβαλεῖσθον

προσπεριβαλεῖσθον

복수 προσπεριβαλούμεθα

προσπεριβαλεῖσθε

προσπεριβαλοῦνται

기원법단수 προσπεριβαλοίμην

προσπεριβαλοῖο

προσπεριβαλοῖτο

쌍수 προσπεριβαλοῖσθον

προσπεριβαλοίσθην

복수 προσπεριβαλοίμεθα

προσπεριβαλοῖσθε

προσπεριβαλοῖντο

부정사 προσπεριβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προσπεριβαλουμενος

προσπεριβαλουμενου

προσπεριβαλουμενη

προσπεριβαλουμενης

προσπεριβαλουμενον

προσπεριβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to put round besides

  2. 둘러싸다

  3. 붙들다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION