Ancient Greek-English Dictionary Language

πρόσφημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρόσφημι

Structure: προς (Prefix) + φᾱ́ (Stem) + μι (Ending)

Etym.: mostly used in 3rd sg. aor2 prose/fh

Sense

  1. to speak to, address

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πρόσφημι πρόσφης πρόσφησιν*
Dual προσφάτον προσφάτον
Plural προσφάμεν προσφάτε προσφάᾱσιν*
SubjunctiveSingular πρόσφω πρόσφῃς πρόσφῃ
Dual πρόσφητον πρόσφητον
Plural πρόσφωμεν πρόσφητε πρόσφωσιν*
OptativeSingular προσφαῖην προσφαῖης προσφαῖη
Dual προσφαῖητον προσφαίητην
Plural προσφαῖημεν προσφαῖητε προσφαῖησαν
ImperativeSingular πρόσφᾱ προσφάτω
Dual προσφάτον προσφάτων
Plural προσφάτε προσφάντων
Infinitive προσφάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσφᾱς προσφαντος προσφᾱσα προσφᾱσης προσφαν προσφαντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσφάμαι προσφάσαι προσφάται
Dual προσφάσθον προσφάσθον
Plural προσφάμεθα προσφάσθε προσφάνται
SubjunctiveSingular πρόσφωμαι πρόσφῃ πρόσφηται
Dual πρόσφησθον πρόσφησθον
Plural προσφώμεθα πρόσφησθε πρόσφωνται
OptativeSingular προσφαῖμην πρόσφαιο πρόσφαιτο
Dual πρόσφαισθον προσφαῖσθην
Plural προσφαῖμεθα πρόσφαισθε πρόσφαιντο
ImperativeSingular προσφάσο προσφάσθω
Dual προσφάσθον προσφάσθων
Plural προσφάσθε προσφάσθων
Infinitive προσφάσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσφαμενος προσφαμενου προσφαμενη προσφαμενης προσφαμενον προσφαμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to speak to

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION