- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσευχή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: proseuchē 고전 발음: [로세케:] 신약 발음: [로세]

기본형: προσευχή

형태분석: προσευχ (어간) + η (어미)

  1. 기도, 빌기
  1. prayer
  2. a place of prayer, an oratory or chapel

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 προσευχή

기도가

προσευχά

기도들이

προσευχαί

기도들이

속격 προσευχῆς

기도의

προσευχαῖν

기도들의

προσευχῶν

기도들의

여격 προσευχῇ

기도에게

προσευχαῖν

기도들에게

προσευχαῖς

기도들에게

대격 προσευχήν

기도를

προσευχά

기도들을

προσευχάς

기도들을

호격 προσευχή

기도야

προσευχά

기도들아

προσευχαί

기도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πᾶσα προσευχὴ καὶ πᾶσα δέησις, ἣ ἐὰν γένηται παντὶ ἀνθρώπῳ καὶ παντὶ λαῷ σου Ἰσραήλ, ἐὰν γνῷ ἄνθρωπος τὴν ἀφὴν αὐτοῦ καὶ τὴν μαλακίαν αὐτοῦ καὶ διαπετάσῃ τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν οἶκον τοῦτον, (Septuagint, Liber II Paralipomenon 6:29)

    (70인역 성경, 역대기 하권 6:29)

  • καὶ νῦν οἱ ὀφθαλμοί μου ἔσονται ἀνεῳγμένοι καὶ τὰ ὦτά μου ἐπήκοα τῇ προσευχῇ τοῦ τόπου τούτου. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 7:15)

    (70인역 성경, 역대기 하권 7:15)

  • καὶ ἀνέστησαν οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται καὶ εὐλόγησαν τὸν λαόν. καὶ ἐπηκούσθη ἡ φωνὴ αὐτῶν, καὶ ἦλθεν ἡ προσευχὴ αὐτῶν εἰς τὸ κατοικητήριον τὸ ἅγιον αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 30:27)

    (70인역 성경, 역대기 하권 30:27)

  • καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μανασσῆ καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ λόγοι τῶν ὁρώντων τῶν λαλούντων πρὸς αὐτὸν ἐπ ὀνόματι Θεοῦ Ἰσραὴλ (Septuagint, Liber II Paralipomenon 33:18)

    (70인역 성경, 역대기 하권 33:18)

  • Καὶ εἰσηκούσθη προσευχὴ ἀμφοτέρων ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Ραφαήλ, (Septuagint, Liber Thobis 3:16)

    (70인역 성경, 토빗기 3:16)

유의어

  1. 기도

  2. a place of prayer

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION