- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιτή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: litē 고전 발음: [리떼:] 신약 발음: [리떼]

기본형: λιτή

형태분석: λιτ (어간) + η (어미)

어원: λίτομαι

  1. 기도, 빌기
  1. prayer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λιτή

기도가

λιτά

기도들이

λιταί

기도들이

속격 λιτῆς

기도의

λιταῖν

기도들의

λιτῶν

기도들의

여격 λιτῇ

기도에게

λιταῖν

기도들에게

λιταῖς

기도들에게

대격 λιτήν

기도를

λιτά

기도들을

λιτάς

기도들을

호격 λιτή

기도야

λιτά

기도들아

λιταί

기도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀρκεῖ μοι λιτὴ μὲν ὑπὸ πλευροῖσι χαμευνάς,4 ἐγγύθι πὰρ ὁ προμάλου δέμνιον ἐνδαπίης, καὶ λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 143)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 143)

  • "γ ἕνεκα πάσαις γυναιξὶν ἂν ἐραστήν, ὅτι τῆς γυναικὸς ὁ πλοῦτός ἐστι φυλακτέος τῷ νεανίσκῳ, μὴ συμμίξαντες αὐτὸν ὄγκῳ καὶ βάρει τοσούτῳ λάθωμεν ὥσπερ ἐν χαλκῷ κασσίτερον ἀφανίσαντες μέγα γὰρ ἂν ἐλαφρᾷ καὶ λιτῇ γυναικὶ μειρακίου συνελθὸντος εἰς ταὐτὸν ἡ κρᾶσις οἴνου δίκην ἐπικρατήσῃ: (Plutarch, Amatorius, section 72)

    (플루타르코스, Amatorius, section 72)

  • "πάτριος μὲν γὰρ ἦν αὐτοῖς, ὡς φησι Ποσειδώνιος, καρτερία καὶ λιτὴ δίαιτα καὶ τῶν ἄλλων τῶν ὑπὸ τὴν κτῆσιν ἀφελὴς καὶ ἀπερίεργος χρῆσις, ἔτι δὲ εὐσέβεια μὲν θαυμαστὴ περὶ τὸ δαιμόνιον, δικαιοσύνη δὲ καὶ πολλὴ τοῦ πλημμελεῖν εὐλάβεια πρὸς πάντας ἀνθρώπους μετὰ τῆς κατὰ γεωργίαν ἀσκήσεως, τοῦτο δ ἔστιν ἐκ τῶν πατρίων θυσιῶν ὧν ἐπιτελοῦμεν ἰδεῖν: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10426)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10426)

  • ἡ δὲ ἑτέρα λέξις ἡ λιτὴ καὶ ἀφελὴς καὶ δοκοῦσα κατασκευήν τε καὶ ἰσχὺν τὴν πρὸς ἰδιώτην ἔχειν λόγον καὶ ὁμοιότητα πολλοὺς μὲν ἔσχε καὶ ἀγαθοὺς ἄνδρας προστάτας συγγραφεῖς τε καὶ φιλοσόφους καὶ ῥήτορας. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 21)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 21)

  • κατεποντώθη, ἣν Ηἐλίῳ φαέθοντι ἐν μακάρων νήσοισι λιτὴ φύει εἰάρι γαίη: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 481)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 481)

유의어

  1. 기도

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION