- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιτή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: litē 고전 발음: [리떼:] 신약 발음: [리떼]

기본형: λιτή

형태분석: λιτ (어간) + η (어미)

어원: λίτομαι

  1. 기도, 빌기
  1. prayer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λιτή

기도가

λιτά

기도들이

λιταί

기도들이

속격 λιτῆς

기도의

λιταῖν

기도들의

λιτῶν

기도들의

여격 λιτῇ

기도에게

λιταῖν

기도들에게

λιταῖς

기도들에게

대격 λιτήν

기도를

λιτά

기도들을

λιτάς

기도들을

호격 λιτή

기도야

λιτά

기도들아

λιταί

기도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὁδούς τε γὰρ πορευόμεθα τεταγμένας καὶ ὡρισμένας καὶ τεταγμένα φέρομεν καὶ λέγομεν ἐν ταῖς εὐχαῖς καὶ δρῶμεν ἐν ταῖς ἱερουργίαις, ἀφελῆ τε ταῦτα καὶ λιτά, καὶ οὐδὲν πλέον τῶν κατὰ φύσιν οὔτε ἠμφιεσμένοι καὶ περὶ τὰ σώματα ἔχοντες οὔτε ἀπαρχόμενοι, ἐσθῆτάς τε ἔχομεν καὶ ὑποδέσεις εὐτελεῖς πίλους τε ταῖς κεφαλαῖς περικείμεθα προβατείων δερμάτων δασεῖς, κεράμεα δὲ καὶ χαλκᾶ τὰ διακονήματα κομίζομεν κἀν τούτοις βρωτὰ καὶ ποτὰ πάντων ἀπεριεργότατα, ἄτοπον ἡγούμενοι τοῖς μὲν θεοῖς πέμπειν κατὰ τὰ πάτρια αὑτοῖς δὲ χορηγεῖν κατὰ τὰ ἐπείσακτα: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10428)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10428)

  • ἀλλὰ τοὐναντίον οὐ μόνον οὐ προσβιαστέον ἐστὶ τὴν φύσιν, ἀλλὰ κἂν δεομένῃ προσφέρηταὶ τι τῶν τοιούτων, ἐπὶ τὰ λιτὰ καὶ συνήθη πολλάκις ἀποτρεπτέον ἔθους ἕνεκα καὶ μελέτης τὴν ὄρεξιν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 7 6:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 7 6:1)

  • "ἐγὼ καὶ ἀπόδειξιν ἄσκησιν δὲ καὶ μελέτην ἐγκρατείας, οὐχ ᾗπερ ἔτι νῦν ἐφείλκυσθε πάντες ὑμεῖς, ὅταν γυμναζόμενοι καὶ κινήσαντες ὥσπερ ζῷα τὰς ὀρέξεις, ἐπιστῆτε λαμπραῖς τραπέζαις καὶ ποικίλοις ἐδέσμασι πολὺν χρόνον, εἶτα ταῦτα τοῖς οἰκέταις ὑμῶν εὐωχεῖσθαι παραδόντες, αὐτοὶ τὰ λιτὰ καὶ ἁπλᾶ προσφέρησθε κεκολασμέναις ἤδη ταῖς ἐπιθυμίαις· (Plutarch, De genio Socratis, section 15 8:1)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 15 8:1)

  • "οὕτως ἐλαφρὰ καὶ λιτὰ τῶν ἀναγκαίων φέρειν ζῷα τὸν ἄνω τόπον ὑπολαμβάνουσιν. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2540)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2540)

  • ἢ μᾶλλον ὅτι δεῖ πρὸς τὰς ἁγνείας καὶ ἁγιστείας καθαρὰ καὶ λιτὰ τὰ σώματα ἔχειν· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 95 1:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 95 1:2)

유의어

  1. 기도

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION