헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσερωτάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσερωτάω προσερωτήσω

형태분석: προς (접두사) + ἐρωτά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to question besides
  2. to ask besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερώτω

προσερώτᾳς

προσερώτᾳ

쌍수 προσερώτᾱτον

προσερώτᾱτον

복수 προσερώτωμεν

προσερώτᾱτε

προσερώτωσιν*

접속법단수 προσερώτω

προσερώτῃς

προσερώτῃ

쌍수 προσερώτητον

προσερώτητον

복수 προσερώτωμεν

προσερώτητε

προσερώτωσιν*

기원법단수 προσερώτῳμι

προσερώτῳς

προσερώτῳ

쌍수 προσερώτῳτον

προσερωτῷτην

복수 προσερώτῳμεν

προσερώτῳτε

προσερώτῳεν

명령법단수 προσερῶτᾱ

προσερωτᾶτω

쌍수 προσερώτᾱτον

προσερωτᾶτων

복수 προσερώτᾱτε

προσερωτῶντων, προσερωτᾶτωσαν

부정사 προσερώτᾱν

분사 남성여성중성
προσερωτων

προσερωτωντος

προσερωτωσα

προσερωτωσης

προσερωτων

προσερωτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερώτωμαι

προσερώτᾳ

προσερώτᾱται

쌍수 προσερώτᾱσθον

προσερώτᾱσθον

복수 προσερωτῶμεθα

προσερώτᾱσθε

προσερώτωνται

접속법단수 προσερώτωμαι

προσερώτῃ

προσερώτηται

쌍수 προσερώτησθον

προσερώτησθον

복수 προσερωτώμεθα

προσερώτησθε

προσερώτωνται

기원법단수 προσερωτῷμην

προσερώτῳο

προσερώτῳτο

쌍수 προσερώτῳσθον

προσερωτῷσθην

복수 προσερωτῷμεθα

προσερώτῳσθε

προσερώτῳντο

명령법단수 προσερώτω

προσερωτᾶσθω

쌍수 προσερώτᾱσθον

προσερωτᾶσθων

복수 προσερώτᾱσθε

προσερωτᾶσθων, προσερωτᾶσθωσαν

부정사 προσερώτᾱσθαι

분사 남성여성중성
προσερωτωμενος

προσερωτωμενου

προσερωτωμενη

προσερωτωμενης

προσερωτωμενον

προσερωτωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερωτήσω

προσερωτήσεις

προσερωτήσει

쌍수 προσερωτήσετον

προσερωτήσετον

복수 προσερωτήσομεν

προσερωτήσετε

προσερωτήσουσιν*

기원법단수 προσερωτήσοιμι

προσερωτήσοις

προσερωτήσοι

쌍수 προσερωτήσοιτον

προσερωτησοίτην

복수 προσερωτήσοιμεν

προσερωτήσοιτε

προσερωτήσοιεν

부정사 προσερωτήσειν

분사 남성여성중성
προσερωτησων

προσερωτησοντος

προσερωτησουσα

προσερωτησουσης

προσερωτησον

προσερωτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσερωτήσομαι

προσερωτήσει, προσερωτήσῃ

προσερωτήσεται

쌍수 προσερωτήσεσθον

προσερωτήσεσθον

복수 προσερωτησόμεθα

προσερωτήσεσθε

προσερωτήσονται

기원법단수 προσερωτησοίμην

προσερωτήσοιο

προσερωτήσοιτο

쌍수 προσερωτήσοισθον

προσερωτησοίσθην

복수 προσερωτησοίμεθα

προσερωτήσοισθε

προσερωτήσοιντο

부정사 προσερωτήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσερωτησομενος

προσερωτησομενου

προσερωτησομενη

προσερωτησομενης

προσερωτησομενον

προσερωτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to question besides

  2. to ask besides

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION