헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσαποβάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσαποβάλλω προσαποβαλῶ

형태분석: προς (접두사) + ἀπο (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to throw away besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσαποβάλλω

προσαποβάλλεις

προσαποβάλλει

쌍수 προσαποβάλλετον

προσαποβάλλετον

복수 προσαποβάλλομεν

προσαποβάλλετε

προσαποβάλλουσιν*

접속법단수 προσαποβάλλω

προσαποβάλλῃς

προσαποβάλλῃ

쌍수 προσαποβάλλητον

προσαποβάλλητον

복수 προσαποβάλλωμεν

προσαποβάλλητε

προσαποβάλλωσιν*

기원법단수 προσαποβάλλοιμι

προσαποβάλλοις

προσαποβάλλοι

쌍수 προσαποβάλλοιτον

προσαποβαλλοίτην

복수 προσαποβάλλοιμεν

προσαποβάλλοιτε

προσαποβάλλοιεν

명령법단수 προσαποβάλλε

προσαποβαλλέτω

쌍수 προσαποβάλλετον

προσαποβαλλέτων

복수 προσαποβάλλετε

προσαποβαλλόντων, προσαποβαλλέτωσαν

부정사 προσαποβάλλειν

분사 남성여성중성
προσαποβαλλων

προσαποβαλλοντος

προσαποβαλλουσα

προσαποβαλλουσης

προσαποβαλλον

προσαποβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσαποβάλλομαι

προσαποβάλλει, προσαποβάλλῃ

προσαποβάλλεται

쌍수 προσαποβάλλεσθον

προσαποβάλλεσθον

복수 προσαποβαλλόμεθα

προσαποβάλλεσθε

προσαποβάλλονται

접속법단수 προσαποβάλλωμαι

προσαποβάλλῃ

προσαποβάλληται

쌍수 προσαποβάλλησθον

προσαποβάλλησθον

복수 προσαποβαλλώμεθα

προσαποβάλλησθε

προσαποβάλλωνται

기원법단수 προσαποβαλλοίμην

προσαποβάλλοιο

προσαποβάλλοιτο

쌍수 προσαποβάλλοισθον

προσαποβαλλοίσθην

복수 προσαποβαλλοίμεθα

προσαποβάλλοισθε

προσαποβάλλοιντο

명령법단수 προσαποβάλλου

προσαποβαλλέσθω

쌍수 προσαποβάλλεσθον

προσαποβαλλέσθων

복수 προσαποβάλλεσθε

προσαποβαλλέσθων, προσαποβαλλέσθωσαν

부정사 προσαποβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προσαποβαλλομενος

προσαποβαλλομενου

προσαποβαλλομενη

προσαποβαλλομενης

προσαποβαλλομενον

προσαποβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσαποβαλῶ

προσαποβαλεῖς

προσαποβαλεῖ

쌍수 προσαποβαλεῖτον

προσαποβαλεῖτον

복수 προσαποβαλοῦμεν

προσαποβαλεῖτε

προσαποβαλοῦσιν*

기원법단수 προσαποβαλοῖμι

προσαποβαλοῖς

προσαποβαλοῖ

쌍수 προσαποβαλοῖτον

προσαποβαλοίτην

복수 προσαποβαλοῖμεν

προσαποβαλοῖτε

προσαποβαλοῖεν

부정사 προσαποβαλεῖν

분사 남성여성중성
προσαποβαλων

προσαποβαλουντος

προσαποβαλουσα

προσαποβαλουσης

προσαποβαλουν

προσαποβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσαποβαλοῦμαι

προσαποβαλεῖ, προσαποβαλῇ

προσαποβαλεῖται

쌍수 προσαποβαλεῖσθον

προσαποβαλεῖσθον

복수 προσαποβαλούμεθα

προσαποβαλεῖσθε

προσαποβαλοῦνται

기원법단수 προσαποβαλοίμην

προσαποβαλοῖο

προσαποβαλοῖτο

쌍수 προσαποβαλοῖσθον

προσαποβαλοίσθην

복수 προσαποβαλοίμεθα

προσαποβαλοῖσθε

προσαποβαλοῖντο

부정사 προσαποβαλεῖσθαι

분사 남성여성중성
προσαποβαλουμενος

προσαποβαλουμενου

προσαποβαλουμενη

προσαποβαλουμενης

προσαποβαλουμενον

προσαποβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to throw away besides

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION