고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: προμετωπίδιος προμετωπίδιᾱ προμετωπίδιον
Structure: προμετωπιδι (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | προμετωπίδιος | προμετωπιδίᾱ | προμετωπίδιον |
Genitive | προμετωπιδίου | προμετωπιδίᾱς | προμετωπιδίου | |
Dative | προμετωπιδίῳ | προμετωπιδίᾱͅ | προμετωπιδίῳ | |
Accusative | προμετωπίδιον | προμετωπιδίᾱν | προμετωπίδιον | |
Vocative | προμετωπίδιε | προμετωπιδίᾱ | προμετωπίδιον | |
Dual | N/A/V | προμετωπιδίω | προμετωπιδίᾱ | προμετωπιδίω |
G/D | προμετωπιδίοιν | προμετωπιδίαιν | προμετωπιδίοιν | |
Plural | Nominative | προμετωπίδιοι | προμετωπίδιαι | προμετωπίδια |
Genitive | προμετωπιδίων | προμετωπιδιῶν | προμετωπιδίων | |
Dative | προμετωπιδίοις | προμετωπιδίαις | προμετωπιδίοις | |
Accusative | προμετωπιδίους | προμετωπιδίᾱς | προμετωπίδια | |
Vocative | προμετωπίδιοι | προμετωπίδιαι | προμετωπίδια |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | προμετωπίδιος προμετωπιδίου | προμετωπιδιότερος προμετωπιδιοτέρου | προμετωπιδιότατος προμετωπιδιοτάτου |
Adverb | προμετωπιδίως | προμετωπιδιότερον | προμετωπιδιότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기