πρόκειμαι
-μι 무어간모음 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πρόκειμαι
πρόκείσομαι
형태분석:
προ
(접두사)
+
κεί
(어간)
+
μαι
(인칭어미)
어원: used as Pass. of proti/qhmi
뜻
- 죽어 쓰러지다
- 앞에 놓다, 선언하다, 알리다, 언급하다, 공표하다, 신고하다, 말하다, 외치다, 발음하다
- 정해지다
- 앞에 눕다, 눕다, 놓여있다
- 앞서다, 선행하다, 앞으로 가다
- to be set before one
- to lie exposed, to lie dead, the corpse laid out
- to be set before all, to be set before all, be set forth, proposed, were set forth, proposed, proposed, in hand
- to be set forth beforehand, to be prescribed, prescribed, are set, fixed
- to lie before, lie in front of
- to precede, initial
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ποτήρια χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ καὶ ἀνθράκινον κυλίκιον προκείμενον ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων. οἶνοσ πολὺσ καὶ ἡδύσ, ὃν αὐτὸσ ὁ βασιλεὺσ ἔπινεν. (Septuagint, Liber Esther 1:24)
(70인역 성경, 에스테르기 1:24)
- ὁ δὲ πότοσ οὗτοσ οὐ κατὰ προκείμενον νόμον ἐγένετο, οὕτωσ δὲ ἠθέλησεν ὁ βασιλεὺσ καὶ ἐπέταξε τοῖσ οἰκονόμοισ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. (Septuagint, Liber Esther 1:25)
(70인역 성경, 에스테르기 1:25)
- περὶ τὴν ἕω, τῆσ πόλεωσ ἤδη πλήθεσιν ἀναριθμήτοισ κατὰ τοῦ ἱπποδρόμου καταμεμεστωμένησ, εἰσελθὼν εἰσ τὴν αὐλὴν ἐπὶ τὸ προκείμενον ὤτρυνε τὸν βασιλέα. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:46)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 5:46)
- καὶ τέλοσ ἑωράκατε πάντεσ τὸν μὲν νεανίαν προκείμενον, οὐδὲ μικρὸν οὐδ’ εὐκαταγώνιστον ἔργον, τὸν πρεσβύτην δὲ αὐτῷ περικεχυμένον καὶ τὸ αἷμα ἀμφοῖν ἀνακεκραμένον, τὴν ἐλευθέριον ἐκείνην καὶ ἐπινίκιον σπονδήν, καὶ τὰ ἔργα τοῦ ξίφουσ τοῦ ἐμοῦ, αὐτὸ δὲ τὸ ξίφοσ ἐν μέσῳ ἀμφοτέρων, ἐπιδεικνύμενον ὡσ οὐκ ἀνάξιον γεγένηται τοῦ δεσπότου καὶ μαρτυρόμενον ὅτι μοι πιστῶσ διηκονήσατο. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 22:6)
(루키아노스, Tyrannicida, (no name) 22:6)
- ἀλλ’ ἔμ’ ἀποδύσασ’ ἐπιβαλοῦσα τοὔγκυκλον ᾤχου καταλιποῦσ’ ὡσπερεὶ προκείμενον, μόνον οὐ στεφανώσασ’ οὐδ’ ἐπιθεῖσα λήκυθον. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Choral, iambics 1:2)
(아리스토파네스, Ecclesiazusae, Choral, iambics 1:2)
유의어
-
to be set before one
- προενσείω (to set at before)
- προσάγω (to set before)
- παραφορέω (to set before)
- προκαθίστημι (to set before;)
- παρατίθημι (to set before oneself, have set before one)
- προτίθημι (출발하다, 떠나다)
- προτίθημι (to set before oneself)
- ἐπιπροιάλλω (to set out or place before)
- τίθημι (제공하다, 바치다, 드리다)
- προσφέρω (제공하다, 바치다, 드리다)
- προίστημι (to set before or in front)
- ἀντεῖπον (~를 따르면, 대항하여, ~에 대항하는)
- προοράω (to look before one)
- προαποφαίνω (~주변을 돌아다니다, 막다, 예방하다)
-
정해지다
-
앞에 눕다
-
앞서다
파생어
- ἀμφίκειμαι (to lie round, locked in, lies close)
- ἀνάκειμαι (설치하다, 두다, )
- ἀντίκειμαι (to be set over against, lie opposite, by way of opposition)
- ἀπόκειμαι (저장하다, 비축하다, 보존하다)
- διάκειμαι (있다, 있으시다, ~에 접촉해 있다)
- ἐγκατάκειμαι (자다, 주무시다, 잠자다)
- ἔγκειμαι ( , ~에 속하다, 관계되어 있다)
- εἴσκειμαι (to be put on board ship)
- ἔκκειμαι (to be cast out or exposed, to be set up in public, posted up)
- ἐναπόκειμαι (to be stored up in)
- ἐπανάκειμαι (to be imposed upon)
- ἐπίκειμαι (몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다)
- κατάκειμαι (눕다, 위치하다, 거짓말하다)
- κεῖμαι (위치하다, 쉬다, 휴식하다)
- παρακατάκειμαι (옆에 눕다, 인접하다)
- παράκειμαι (출석하다, 제공하다, 바치다)
- περίκειμαι (돌다, 둘레에 눕다, 둘러가다)
- προκατάκειμαι (to lie down before)
- προσεπίκειμαι (to be urgent besides)
- πρόσκειμαι (~에 가깝다, 근처에 있다, 거치적거리다)
- προυπόκειμαι (to be mortgaged before)
- συγκατάκειμαι (to lie with or together)
- σύγκειμαι (마련되다)
- συνανάκειμαι (to recline together at table)
- συνεπίκειμαι (to join in attacking)
- ὑπέκκειμαι (to be carried out to a place of safety, to be stowed safe away)
- ὑπερκατάκειμαι (to lie or sit above)
- ὑπέρκειμαι (to lie or be situate above, to be postponed)
- ὑπόκειμαι (아래에 눕다)