Ancient Greek-English Dictionary Language

προκαλύπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκαλύπτω προκαλύψω

Structure: προ (Prefix) + καλύπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to hang before as a covering, to put over oneself as a screen or cloak, putting, veil over one's
  2. to cover over, veiled her

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλύπτω προκαλύπτεις προκαλύπτει
Dual προκαλύπτετον προκαλύπτετον
Plural προκαλύπτομεν προκαλύπτετε προκαλύπτουσιν*
SubjunctiveSingular προκαλύπτω προκαλύπτῃς προκαλύπτῃ
Dual προκαλύπτητον προκαλύπτητον
Plural προκαλύπτωμεν προκαλύπτητε προκαλύπτωσιν*
OptativeSingular προκαλύπτοιμι προκαλύπτοις προκαλύπτοι
Dual προκαλύπτοιτον προκαλυπτοίτην
Plural προκαλύπτοιμεν προκαλύπτοιτε προκαλύπτοιεν
ImperativeSingular προκάλυπτε προκαλυπτέτω
Dual προκαλύπτετον προκαλυπτέτων
Plural προκαλύπτετε προκαλυπτόντων, προκαλυπτέτωσαν
Infinitive προκαλύπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλυπτων προκαλυπτοντος προκαλυπτουσα προκαλυπτουσης προκαλυπτον προκαλυπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλύπτομαι προκαλύπτει, προκαλύπτῃ προκαλύπτεται
Dual προκαλύπτεσθον προκαλύπτεσθον
Plural προκαλυπτόμεθα προκαλύπτεσθε προκαλύπτονται
SubjunctiveSingular προκαλύπτωμαι προκαλύπτῃ προκαλύπτηται
Dual προκαλύπτησθον προκαλύπτησθον
Plural προκαλυπτώμεθα προκαλύπτησθε προκαλύπτωνται
OptativeSingular προκαλυπτοίμην προκαλύπτοιο προκαλύπτοιτο
Dual προκαλύπτοισθον προκαλυπτοίσθην
Plural προκαλυπτοίμεθα προκαλύπτοισθε προκαλύπτοιντο
ImperativeSingular προκαλύπτου προκαλυπτέσθω
Dual προκαλύπτεσθον προκαλυπτέσθων
Plural προκαλύπτεσθε προκαλυπτέσθων, προκαλυπτέσθωσαν
Infinitive προκαλύπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλυπτομενος προκαλυπτομενου προκαλυπτομενη προκαλυπτομενης προκαλυπτομενον προκαλυπτομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλύψω προκαλύψεις προκαλύψει
Dual προκαλύψετον προκαλύψετον
Plural προκαλύψομεν προκαλύψετε προκαλύψουσιν*
OptativeSingular προκαλύψοιμι προκαλύψοις προκαλύψοι
Dual προκαλύψοιτον προκαλυψοίτην
Plural προκαλύψοιμεν προκαλύψοιτε προκαλύψοιεν
Infinitive προκαλύψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλυψων προκαλυψοντος προκαλυψουσα προκαλυψουσης προκαλυψον προκαλυψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκαλύψομαι προκαλύψει, προκαλύψῃ προκαλύψεται
Dual προκαλύψεσθον προκαλύψεσθον
Plural προκαλυψόμεθα προκαλύψεσθε προκαλύψονται
OptativeSingular προκαλυψοίμην προκαλύψοιο προκαλύψοιτο
Dual προκαλύψοισθον προκαλυψοίσθην
Plural προκαλυψοίμεθα προκαλύψοισθε προκαλύψοιντο
Infinitive προκαλύψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκαλυψομενος προκαλυψομενου προκαλυψομενη προκαλυψομενης προκαλυψομενον προκαλυψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐγὼ δὲ τὴν σοφιστικὴν τέχνην φημὶ μὲν εἶναι παλαιάν, τοὺσ δὲ μεταχειριζομένουσ αὐτὴν τῶν παλαιῶν ἀνδρῶν, φοβουμένουσ τὸ ἐπαχθὲσ αὐτῆσ, πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπτεσθαι, τοὺσ μὲν ποίησιν, οἱο͂ν Ὅμηρόν τε καὶ Ἡσίοδον καὶ Σιμωνίδην, τοὺσ δὲ αὖ τελετάσ τε καὶ χρησμῳδίασ, τοὺσ ἀμφί τε Ὀρφέα καὶ Μουσαῖον· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 61:2)

Synonyms

  1. to hang before as a covering

  2. to cover over

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION