Ancient Greek-English Dictionary Language

προηγέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προηγέομαι προηγήσομαι

Structure: προ (Prefix) + ἡγέ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to go first and lead the way, to be the leader, for, to guide
  2. to take the lead of
  3. to go before, precede
  4. going first, the van

Conjugation

Present tense

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπειδὰν τάγμα τάγματι ἐπ̓ εὐθὺ ἕπηται, οἱο͂ν ἡγουμένησ τετραρχίασ αἱ λοιπαὶ τετραρχίαι ταύτῃ ἐπιτεταγμέναι πορεύωνται, ἢ αὖ ξεναγίασ ἡγουμένησ αἱ λοιπαὶ ξεναγίαι ἕπωνται, ἑνί τε λόγῳ, ἐπειδὰν τοῦ προηγουμένου τάγματοσ τοῖσ οὐραγοῖσ οἱ τοῦ ἐφεξῆσ τάγματοσ ἡγεμόνεσ συνάπτωσιν. (Arrian, chapter 28 4:1)
  • "ὅθεν, εἰ καὶ γλίσχρον εἰπεῖν, οὐκ ἀποστρέψομαι τοῦτον εἶναι τὸν τῆσ ἀληθείασ τρίποδα τὸν λόγον, ὃσ τὴν τοῦ λήγοντοσ πρὸσ τὸ προηγούμενου ἀκολουθίαν θέμενοσ εἶτα προσλαβὼν τὴν ὕπαρξιν ἐπάγει τὸ συμπέρασμα τῆσ ἀποδείξεωσ. (Plutarch, De E apud Delphos, section 6 2:17)
  • εἰσ Διόνυσον, Σεμέλην τὴν μητέρα εἰσ οὐρανὸν ἀνάγοντα προηγουμένου Ἑρμοῦ, Σατύρων δὲ καὶ Σιληνῶν μετὰ λαμπάδων προπεμπόντων αὐτούσ. (Unknown, Greek Anthology, book 3, chapter 11)
  • ἐπεὶ δ’ ἐκώλυον τῆσ πορείασ αὐτὸν οἱ Θετταλοὶ ἐπιτιθέμενοι τοῖσ ὄπισθεν, παραπέμπει ἐπ’ οὐρὰν καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ προηγουμένου στρατεύματοσ ἱππικὸν πλὴν τῶν περὶ ἑαυτόν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 3:3)
  • οὐ γὰρ δύναται ἄλλο μὲν εἶναι ἀγαθόν, ἄλλο δ’ ἐφ’ ᾧ εὐλόγωσ ἐπαιρόμεθα, οὐδὲ τοῦ προηγουμένου μὴ ὄντοσ ἀγαθοῦ τὸ ἐπιγέννημα ἀγαθὸν εἶναι. (Epictetus, Works, book 3, 7:2)

Synonyms

  1. to go first and lead the way

  2. to take the lead of

  3. to go before

  4. going first

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION