ποσόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ποσόω
Structure:
ποσό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to reckon up, count
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὧν εἰ μὲν τῇ καλλονῇ τερπόμενοι ταῦτα θεοὺσ ὑπελάμβανον, γνώτωσαν πόσῳ τούτων ὁ δεσπότησ ἐστὶ βελτίων, ὁ γὰρ τοῦ κάλλουσ γενεσιάρχησ ἔκτισεν αὐτά. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:3)
- εἰ δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν ἐκπλαγέντεσ νοησάτωσαν ἀπ̓ αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσασ αὐτὰ δυνατώτερόσ ἐστιν. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:4)
- καὶ πόσῳ δικαιότερον ἂν ἐμέ, ὦ Ἑρμῆ, ἐπαινοῖεν, ὃσ αὐτόν σοι τὸν Μίλωνα μετ’ ὀλίγον συλλαβὼν ἐνθήσομαι ἐσ τὸ σκαφίδιον, ὁπόταν ἥκῃ πρὸσ ἡμᾶσ ὑπὸ τοῦ ἀμαχωτάτου τῶν ἀνταγωνιστῶν καταπαλαισθεὶσ τοῦ Θανάτου, μηδὲ συνεὶσ ὅπωσ αὐτὸν ὑποσκελίζει; (Lucian, Contemplantes, (no name) 8:5)
- καίτοι πόσῳ δικαιότερον ὑμεῖσ ἂν εἰκάζοισθε τῷ Προμηθεῖ, ὁπόσοι ἐν δίκαισ εὐδοκιμεῖτε ξὺν ἀληθείᾳ ποιούμενοι τοὺσ ἀγῶνασ; (Lucian, Prometheus es in verbis 2:5)
- πόσῳ γὰρ τοῦτο ὁρᾶν ἥδιον ἢ πυκτεύοντασ νεανίσκουσ καὶ αἵματι ῥεομένουσ, καὶ παλαίοντασ ἄλλουσ ἐν κόνει, οὓσ ἡ ὄρχησισ πολλάκισ ἀσφαλέστερον ἅμα καὶ εὐμορφότερον καὶ τερπνότερον ἐπιδείκνυται. (Lucian, De saltatione, (no name) 71:2)
Synonyms
-
to reckon up
- ἀριθμέω (to reckon, count as, to be reckoned)
- συμψηφίζω (to reckon together, count up)
- ἀπαριθμέω (to count over, reckon up)
- καταριθμέω (to count or reckon among)
- καταλογίζομαι (to count or reckon among)
- προσλογίζομαι (to reckon or count in addition to)
- ἐκλογίζομαι (to reckon on)
- καταλέγω (to reckon up)
- προσκαταλέγω (to reckon as belonging to)
- μετρέω (to count)
- λέγω (to count, count, to count)
- ἀρτιάζω (to count)
- λογίζομαι (I count, reckon, calculate)
- ἀριθμέω (to number, count or reckon up, they got)