헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πορευτός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πορευτός πορευτή πορευτόν

형태분석: πορευτ (어간) + ος (어미)

  1. 괜찮은, 통행 할 수 있는, 침입할 수 있는, 건널 수 있는, 지나갈 수 있는
  1. gone over, passed, passable, for travelling
  2. going, travelling

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πορευτός

괜찮은 (이)가

πορευτή

괜찮은 (이)가

πορευτόν

괜찮은 (것)가

속격 πορευτοῦ

괜찮은 (이)의

πορευτῆς

괜찮은 (이)의

πορευτοῦ

괜찮은 (것)의

여격 πορευτῷ

괜찮은 (이)에게

πορευτῇ

괜찮은 (이)에게

πορευτῷ

괜찮은 (것)에게

대격 πορευτόν

괜찮은 (이)를

πορευτήν

괜찮은 (이)를

πορευτόν

괜찮은 (것)를

호격 πορευτέ

괜찮은 (이)야

πορευτή

괜찮은 (이)야

πορευτόν

괜찮은 (것)야

쌍수주/대/호 πορευτώ

괜찮은 (이)들이

πορευτᾱ́

괜찮은 (이)들이

πορευτώ

괜찮은 (것)들이

속/여 πορευτοῖν

괜찮은 (이)들의

πορευταῖν

괜찮은 (이)들의

πορευτοῖν

괜찮은 (것)들의

복수주격 πορευτοί

괜찮은 (이)들이

πορευταί

괜찮은 (이)들이

πορευτά

괜찮은 (것)들이

속격 πορευτῶν

괜찮은 (이)들의

πορευτῶν

괜찮은 (이)들의

πορευτῶν

괜찮은 (것)들의

여격 πορευτοῖς

괜찮은 (이)들에게

πορευταῖς

괜찮은 (이)들에게

πορευτοῖς

괜찮은 (것)들에게

대격 πορευτούς

괜찮은 (이)들을

πορευτᾱ́ς

괜찮은 (이)들을

πορευτά

괜찮은 (것)들을

호격 πορευτοί

괜찮은 (이)들아

πορευταί

괜찮은 (이)들아

πορευτά

괜찮은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • β πολλῶν ἐπάρξασ ἐθνῶν καὶ πάσησ ἐπικρατήσασ οἰκουμένησ, ἐβουλήθην μὴ τῷ θράσει τῆσ ἐξουσίασ ἐπαιρόμενοσ, ἐπιεικέστερον δὲ καὶ μετὰ ἠπιότητοσ ἀεὶ διεξάγων, τοὺσ τῶν ὑποτεταγμένων ἀκυμάντουσ διαπαντὸσ καταστῆσαι βίουσ, τήν τε βασιλείαν ἥμερον καὶ πορευτὴν μέχρι περάτων παρεξόμενοσ ἀνανεώσασθαί τε τὴν ποθουμένην τοῖσ πᾶσιν ἀνθρώποισ εἰρήνην. ̔͂ (Septuagint, Liber Esther 3:15)

    (70인역 성경, 에스테르기 3:15)

  • ὁ γοῦν Ἀντίοχοσ ὀκτακόσια πρὸσ τοῖσ χιλίοισ ἀπενεγκάμενοσ ἐκ τοῦ ἱεροῦ τάλαντα θᾶττον εἰσ Ἀντιόχειαν ἐχωρίσθη, οἰόμενοσ ἀπὸ τῆσ ὑπερηφανίασ τὴν μὲν γῆν πλωτὴν καὶ τὸ πέλαγοσ πορευτὸν θέσθαι διὰ τὸν μετεωρισμὸν τῆσ καρδίασ. (Septuagint, Liber Maccabees II 5:21)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 5:21)

  • μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον Ἀθῷον αἶποσ Ζηνὸσ ἐξεδέξατο, ὑπερτελήσ τε, πόντον ὥστε νωτίσαι, ἰσχὺσ πορευτοῦ λαμπάδοσ πρὸσ ἡδονὴν πεύκη τὸ χρυσοφεγγέσ, ὥσ τισ ἥλιοσ, σέλασ παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖσ· (Aeschylus, Agamemnon, episode 1:4)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 1:4)

  • μεμιγμένησ γὰρ τῆσ ἅμμου τοῖσ ὑγροῖσ, καὶ διὰ τοῦτο τῆσ ἑκατέρων φύσεωσ ἠλλοιωμένησ, συμβαίνει τὸν τόπον μήτε πορευτὸν εἶναι μήτε πλωτόν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 30 8:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 30 8:2)

  • φησὶ δ’ οὖν ὁ Πολύβιοσ ἄπιστον καὶ αὐτὸ τοῦτο, πῶσ ἰδιώτῃ ἀνθρώπῳ καὶ πένητι τὰ τοσαῦτα διαστήματα πλωτὰ καὶ πορευτὰ γένοιτο; (Strabo, Geography, book 2, chapter 4 4:1)

    (스트라본, 지리학, book 2, chapter 4 4:1)

  • Δεδιότοσ δὲ τοῦ στρατοῦ τὴν διάβασιν, μέγασ γὰρ ἦν ὁ ποταμὸσ τῷ ῥεύματι καὶ οὔτε γεφύραισ πορευτόσ, οὐ γὰρ ἔζευκτο τὸ πρότερον, βουλομένουσ τε γεφυροῦν οὐχ ἕξειν σχολὴν παρὰ τῶν πολεμίων ὑπελάμβανον πορθμείων τε μὴ τυγχανόντων, διαβατὸν αὐτοῖσ ὁ θεὸσ ἐπαγγέλλεται ποιήσειν τὸν ποταμὸν μειώσασ αὐτοῦ τὸ πλῆθοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 5 20:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 5 20:1)

  • ὡσ δὲ τοῖσ ἱερεῦσι πρώτοισ ἐμβᾶσι πορευτὸσ ἔδοξεν ὁ ποταμόσ, τοῦ μὲν βάθουσ ἐπεσχημένου, τοῦ δὲ κάχληκοσ τῷ μὴ πολὺν εἶναι μηδ’ ὀξὺν τὸν ῥοῦν ὥσθ’ ὑποφέρειν αὐτὸν τῇ βίᾳ ἀντ’ ἐδάφουσ κειμένου, πάντεσ ἤδη θαρσαλέωσ ἐπεραιοῦντο τὸν ποταμόν, οἱο͂ν αὐτὸν ὁ θεὸσ προεῖπε ποιήσειν τοιοῦτον κατανοοῦντεσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 5 22:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 5 22:1)

  • ἧσ μὲν γὰρ ὁ μεταξὺ τόποσ ἐστὶ πορευτόσ, ἧσ δὲ πλωτόσ. (Polybius, Histories, book 1, chapter 42 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 1, chapter 42 2:1)

유의어

  1. going

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION