Ancient Greek-English Dictionary Language

πομπή

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πομπή πομπῆς

Structure: πομπ (Stem) + η (Ending)

Etym.: pe/mpw

Sense

  1. a sending
  2. a solemn procession
  3. pomp

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τόθι λύτρον συμφορᾶσ οἰκτρᾶσ γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ, ὥσπερ θεῷ, μήλων τε κνισσάεσσα πομπὰ καὶ κρίσισ ἀμφ’ ἀέθλοισ. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 7 27:1)
  • παρακλίνασ’ ἐπέκρανεν δὲ γάμου πικρὰσ τελευτάσ, δύσεδροσ καὶ δυσόμιλοσ συμένα Πριαμίδαισιν, πομπᾷ Διὸσ ξενίου, νυμφόκλαυτοσ Ἐρινύσ. (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 3 1:2)
  • ϝιχιτ ρεγαλι πομπα. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, tyranni triginta, zenobia 7:1)
  • ινδε προπερε ξαρτηαγινεμ ϝενιτ ξυμ πομπα ρεγαλι ετ προτεξτοριβυσ ετ φασξιβυσ λαυρεατισ, υνδε ρομαμ αδ σενατυμ λιττερασ μισιτ, θυαε οξξισο ϝιταλιανο, δυξε μιλιτυμ πραετοριανορυμ, ιν οδιυμ μαχιμινι γραταντερ αξξεπταε συντ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, maximini duo, chapter 14 4:1)
  • ποστ ηοξ ξαρτηαγινεμ ϝεντυμ ξυμ πομπα ρεγαλι ετ φασξιβυσ λαυρεατισ, φιλιυσθυε λεγατυσ πατρισ, εχεμπλο σξιπιονυμ, υτ δεχιππυσ γραεξαε ηιστοριαε σξριπτορ αυξτορ εστ, παρι ποτεστατε συξξινξτυσ εστ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, gordiani tres, chapter 9 6:1)

Synonyms

  1. a sending

  2. a solemn procession

  3. pomp

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION