헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολιτεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολιτεύω

형태분석: πολιτεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: poli/ths

  1. 만들다, 하다, 제작하다, 이르게 하다, 능숙하게 만들다, 빚다
  1. to live as a citizen or freeman, live in a free state
  2. to have a certain form of polity, conduct the government, to be governed, the measures of, administration
  3. to be a free citizen, live as such
  4. to take part in the government, to meddle with politics
  5. to administer or govern, to make, the principle of government, to conduct the government, the ministers
  6. to have a certain form of government

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολιτεύω

πολιτεύεις

πολιτεύει

쌍수 πολιτεύετον

πολιτεύετον

복수 πολιτεύομεν

πολιτεύετε

πολιτεύουσιν*

접속법단수 πολιτεύω

πολιτεύῃς

πολιτεύῃ

쌍수 πολιτεύητον

πολιτεύητον

복수 πολιτεύωμεν

πολιτεύητε

πολιτεύωσιν*

기원법단수 πολιτεύοιμι

πολιτεύοις

πολιτεύοι

쌍수 πολιτεύοιτον

πολιτευοίτην

복수 πολιτεύοιμεν

πολιτεύοιτε

πολιτεύοιεν

명령법단수 πολίτευε

πολιτευέτω

쌍수 πολιτεύετον

πολιτευέτων

복수 πολιτεύετε

πολιτευόντων, πολιτευέτωσαν

부정사 πολιτεύειν

분사 남성여성중성
πολιτευων

πολιτευοντος

πολιτευουσα

πολιτευουσης

πολιτευον

πολιτευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολιτεύομαι

πολιτεύει, πολιτεύῃ

πολιτεύεται

쌍수 πολιτεύεσθον

πολιτεύεσθον

복수 πολιτευόμεθα

πολιτεύεσθε

πολιτεύονται

접속법단수 πολιτεύωμαι

πολιτεύῃ

πολιτεύηται

쌍수 πολιτεύησθον

πολιτεύησθον

복수 πολιτευώμεθα

πολιτεύησθε

πολιτεύωνται

기원법단수 πολιτευοίμην

πολιτεύοιο

πολιτεύοιτο

쌍수 πολιτεύοισθον

πολιτευοίσθην

복수 πολιτευοίμεθα

πολιτεύοισθε

πολιτεύοιντο

명령법단수 πολιτεύου

πολιτευέσθω

쌍수 πολιτεύεσθον

πολιτευέσθων

복수 πολιτεύεσθε

πολιτευέσθων, πολιτευέσθωσαν

부정사 πολιτεύεσθαι

분사 남성여성중성
πολιτευομενος

πολιτευομενου

πολιτευομενη

πολιτευομενης

πολιτευομενον

πολιτευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολιτευέσθωσαν δὲ πάντεσ οἱ ἐκ τοῦ ἔθνουσ κατὰ τοὺσ πατρίουσ νόμουσ, ἀπολυέσθω δ’ ἡ γερουσία καὶ οἱ ἱερεῖσ καὶ γραμματεῖσ τοῦ ἱεροῦ καὶ ἱεροψάλται ὧν ὑπὲρ τῆσ κεφαλῆσ τελοῦσιν καὶ τοῦ στεφανιτικοῦ φόρου καὶ τοῦ περὶ τῶν ἄλλων. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 164:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 164:1)

유의어

  1. to live as a citizen or freeman

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION