- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πνεύμων?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: pneumōn 고전 발음: [몬:] 신약 발음: []

기본형: πνεύμων πνεύμονος

형태분석: πνευμων (어간)

어원: πνέω

  1. 부아, 허파
  1. lung
  2. kind of a mollusk

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πνεύμων

부아가

πνεύμονε

부아들이

πνεύμονες

부아들이

속격 πνεύμονος

부아의

πνευμόνοιν

부아들의

πνευμόνων

부아들의

여격 πνεύμονι

부아에게

πνευμόνοιν

부아들에게

πνεύμοσι(ν)

부아들에게

대격 πνεύμονα

부아를

πνεύμονε

부아들을

πνεύμονας

부아들을

호격 πνεύμων

부아야

πνεύμονε

부아들아

πνεύμονες

부아들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπέτεινεν εἷς τὸ τόξον εὐστόχως καὶ ἐπάταξε τὸν βασιλέα Ἰσραὴλ ἀνὰ μέσον τοῦ πνεύμονος καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ θώρακος. καὶ εἶπε τῷ ἡνιόχῳ αὐτοῦ. ἐπίστρεψον τὰς χεῖράς σου καὶ ἐξάγαγέ με ἐκ τοῦ πολέμου, ὅτι τέτρωμαι. (Septuagint, Liber I Regum 22:34)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 22:34)

  • καὶ ἀνὴρ ἔτεινε τόξον εὐστόχως καὶ ἐπάταξε τὸν βασιλέα Ἰσραὴλ ἀνὰ μέσον τοῦ πνεύμονος καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ θώρακος. καὶ εἶπε τῷ ἡνιόχῳ. ἐπίστρεφε τὴν χεῖρά σου καὶ ἐξάγαγέ με ἐκ τοῦ πολέμου, ὅτι ἐπόνεσα. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 18:33)

    (70인역 성경, 역대기 하권 18:33)

  • ὡς ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ καὶ πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι, οὐ βέβαια, πνευμόνων ἄπο. (Euripides, Heracles, episode, lyric 1:7)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 1:7)

  • τέγγε πνεύμονα οἴνῳ: (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 41 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 41 1:5)

  • ἡμῖν δ οὐ μόνον ὁ πνεύμων ἀπεξήρανται, κινδυνεύει δὲ καὶ ἡ καρδία. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 41 2:7)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 41 2:7)

  • πρὸς τούτοισιν δὲ παρέσται σοι θύννου τέμαχος, κρέα δελφακίων χορδαὶ τ ἐρίφων ἧπάρ τε κάπρου κριοῦ τ ὄρχεις χόλικές τε βοὸς κρανία τ ἀρνῶν νῆστις τ ἐρίφου γαστήρ τε λαγώ, φύσκη, χορδή, πνεύμων ἀλλᾶς τε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 140 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 140 1:1)

  • τὰ δὲ σπογγοειδέα τε καὶ ἀραιά, οἱο῀ν σπλήν τε καὶ πνεύμων καὶ μαζοί, προσκαθεζόμενα μάλιστα ἀναπίνοι καὶ σκληρυνθείη ἂν καὶ αὐξηθείη ὑγρότητος προσγενομένης ταῦτα μάλιστα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxii.14)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxii.14)

  • πνεύμων μὲν οὖν καὶ ὁ θώραξ καὶ ἀρτηρίαι αἱ τραχεῖαι καὶ αἱ λεῖαι καὶ καρδία καὶ στόμα καὶ Ῥῖνες ἐν ἐλαχίσταις χρόνου Ῥοπαῖς εἰς ἐναντίας κινήσεις αὐτά τε μεταβάλλει καὶ τὰς ὕλας μεθίστησιν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1361)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 1361)

  • πνεύμων γὰρ καὶ καρδίη, οὔτε ὀδμῆς τοιῆσδε, οὔτε ἑλκέων, οὔτε ἰχώρων ἀνέχονται, ἀλλὰ βῆχες καὶ δύσπνοιαι γίγνονται. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 106)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 106)

유의어

  1. 부아

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION