περιτείνω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: periteinō
고전 발음: [뻬리떼이노:]
신약 발음: [빼리띠노]
기본형:
περιτείνω
περιτενῶ
형태분석:
περι
(접두사)
+
τείν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to stretch all round or over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὀφρύες ἄλλοτε μὲν ἐς τὸ μεσόφρυον ἀνειμέν αι, ὅκως τοῖς χαλεπαίνουσι, ἄλλοτε δὲ ἐς τοὺς κροτάφους ἀπηγμέναι, πολλόν τι μᾶλλον, ὡς τὸ δέρμα περὶ τὸ μέτωπον σφόδρα περιτετάσθαι καὶ τὰς τοῦ μεσοφρύου Ῥυτίδας ἐξαληλίφθαι· μῆλα ἐρυθρὰ, παλλόμενα· χείλεα, κοτὲ μὲν ἄμφω ἐς ὀξὺ μεμυκότ α, ἄλλοτε δὲ ἐς τὰ πλάγια ἀπηγμένα, εὖτε τοῖσι ὀδοῦσι περιτείνεται, τοῖσι μειδιῶσι ὁμοίως. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 15)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 15)
- Ὁκόσοισι δέρματα περιτείνεται καρφαλέα καὶ σκληρὰ, ἄνευ ἱδρῶτος τελευτῶσιν‧ ὁκόσοισι δὲ χαλαρὰ καὶ ἀραιὰ, σὺν ἱδρῶτι τελευτῶσιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 72.71)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 72.71)
- Τὰ δὲ κινεύμενα, οἱο῀ν ἄρθρα, ὅπη μὲν ξυγκάμπτεται, ὡς ἥκιστα, καὶ εὐσταλέστατα περιβάλλειν, οἱο῀ν ἰγνύῃ‧ ὅπη δὲ περιτείνεται, ἁπλᾶ τε καὶ πλατέα, οἱο῀ν μύλῃ‧ προσπεριβάλλειν δὲ καταλήψιος μὲν τῶν περὶ ταῦτα εἵνεκα, ἀναλήψιος δὲ τοῦ ξύμπαντος ἐπιδέσμου, ἐν τοῖσιν ἀτρεμέουσι καὶ λαπαρωτέροισι τοῦ σώματος, οἱο῀ν τὸ ἄνω καὶ τὸ κάτω τοῦ γούνατος‧ ὁμολογέει δὲ ὤμου μὲν ἡ περὶ τὴν ἑτέρην μασχάλην περιβολὴ, βουβῶνος δὲ, ἡ περὶ τὸν ἕτερον ενεῶνα, καὶ κνήμης, ἡ ὑπὲρ γαστροκνημίης. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., KAT' IHTREION., 9.4)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., KAT' IHTREION., 9.4)
유의어
-
to stretch all round or over
파생어
- ἀνατείνω (지지하다, 추켜세우다, 올리다)
- ἀποτείνω (뻗다, 내밀다, 도달하다)
- διατείνω (뻗다, 도달하다, 내밀다)
- ἐκτείνω (뻗다, 도달하다, 연장하다)
- ἐντείνω (뻗다, 꿰다, 펴다)
- ἐπανατείνω (내밀다, 뻗다, 견디다)
- ἐπεντείνω (to stretch tight upon, stretched upon, to press on amain)
- ἐπιτείνω (늘리다, 증가시키다, 조르다)
- κατατείνω (당기다, 그리다, 끌다)
- παρατείνω (괴롭히다, 고문하다, 견디다)
- παρεκτείνω (to stretch out in line)
- προσεπιτείνω (to stretch still further, to lay more stress upon, to torture or punish yet more)
- προτείνω (앞으로 뻗다, 앞으로 붙들다, 위험에 노출시키다)
- συντείνω (뻗다, 켕기다, 잡아당기다)
- τείνω (뻗다, 내밀다, 도달하다)
- ὑπερεκτείνω (to stretch beyond measure)
- ὑπερτείνω (뻗다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)