Ancient Greek-English Dictionary Language

περιπατητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περιπατητικός

Structure: περιπατητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from peripate/w

Sense

  1. Given to walking around

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἄλλον κάλει τὸν Περιπατητικόν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 25:2)
  • ὁ γοῦν βασιλεύσ, ὥσ φασιν, ἀγαπήσασ διαφερόντωσ τὸν Περιπατητικὸν φιλόσοφον Νικόλαον, γλυκὺν ὄντα τῷ ἤθει ῥαδινὸν δὲ τῷ μήκει τοῦ σώματοσ διάπλεων δὲ τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσοντοσ ἐρυθήματοσ, τὰσ μεγίστασ καὶ καλλίστασ τῶν φοινικοβαλάνων Νικολάουσ ὠνόμαζε, καὶ μέχρι νῦν οὕτωσ ὀνομάζονται. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 4:9)
  • χωρὶσ τοίνυν τούτων Φρασίδημον μὲν τὸν περιπατητικὸν καὶ φυσικῶν ἔμπειρον ὄντα προσηγάγετο, καὶ τὸν ῥητορικὸν Ἄλκιμον, ἁπάντων πρωτεύοντα τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι ῥητόρων, Κράτητά τε καὶ ἄλλουσ πλείστουσ ὅσουσ ἐθήρασε· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. ia'. STILPWN 2:1)
  • μάλιστα δὲ ἐπετίθεντο αὐτῷ οἱ περὶ Ιἑρώνυμον τὸν Περιπατητικόν, ὁπότε συνάγοι τοὺσ φίλουσ εἰσ τὴν Ἁλκυονέωσ τοῦ Ἀντιγόνου υἱοῦ ἡμέραν, εἰσ ἣν ἱκανὰ χρήματα ἀπέστελλεν Ἀντίγονοσ πρὸσ ἀπόλαυσιν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. s'. ARKESILAOS 14:6)
  • ὅθεν περιπατητικὸν προσαγορευθῆναι. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 2:5)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION