헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιορμίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιορμίζω περιορμίσω

형태분석: περι (접두사) + ὁρμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bring round, to anchor, to come to anchor

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορμίζω

περιορμίζεις

περιορμίζει

쌍수 περιορμίζετον

περιορμίζετον

복수 περιορμίζομεν

περιορμίζετε

περιορμίζουσιν*

접속법단수 περιορμίζω

περιορμίζῃς

περιορμίζῃ

쌍수 περιορμίζητον

περιορμίζητον

복수 περιορμίζωμεν

περιορμίζητε

περιορμίζωσιν*

기원법단수 περιορμίζοιμι

περιορμίζοις

περιορμίζοι

쌍수 περιορμίζοιτον

περιορμιζοίτην

복수 περιορμίζοιμεν

περιορμίζοιτε

περιορμίζοιεν

명령법단수 περιόρμιζε

περιορμιζέτω

쌍수 περιορμίζετον

περιορμιζέτων

복수 περιορμίζετε

περιορμιζόντων, περιορμιζέτωσαν

부정사 περιορμίζειν

분사 남성여성중성
περιορμιζων

περιορμιζοντος

περιορμιζουσα

περιορμιζουσης

περιορμιζον

περιορμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορμίζομαι

περιορμίζει, περιορμίζῃ

περιορμίζεται

쌍수 περιορμίζεσθον

περιορμίζεσθον

복수 περιορμιζόμεθα

περιορμίζεσθε

περιορμίζονται

접속법단수 περιορμίζωμαι

περιορμίζῃ

περιορμίζηται

쌍수 περιορμίζησθον

περιορμίζησθον

복수 περιορμιζώμεθα

περιορμίζησθε

περιορμίζωνται

기원법단수 περιορμιζοίμην

περιορμίζοιο

περιορμίζοιτο

쌍수 περιορμίζοισθον

περιορμιζοίσθην

복수 περιορμιζοίμεθα

περιορμίζοισθε

περιορμίζοιντο

명령법단수 περιορμίζου

περιορμιζέσθω

쌍수 περιορμίζεσθον

περιορμιζέσθων

복수 περιορμίζεσθε

περιορμιζέσθων, περιορμιζέσθωσαν

부정사 περιορμίζεσθαι

분사 남성여성중성
περιορμιζομενος

περιορμιζομενου

περιορμιζομενη

περιορμιζομενης

περιορμιζομενον

περιορμιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορμίσω

περιορμίσεις

περιορμίσει

쌍수 περιορμίσετον

περιορμίσετον

복수 περιορμίσομεν

περιορμίσετε

περιορμίσουσιν*

기원법단수 περιορμίσοιμι

περιορμίσοις

περιορμίσοι

쌍수 περιορμίσοιτον

περιορμισοίτην

복수 περιορμίσοιμεν

περιορμίσοιτε

περιορμίσοιεν

부정사 περιορμίσειν

분사 남성여성중성
περιορμισων

περιορμισοντος

περιορμισουσα

περιορμισουσης

περιορμισον

περιορμισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιορμίσομαι

περιορμίσει, περιορμίσῃ

περιορμίσεται

쌍수 περιορμίσεσθον

περιορμίσεσθον

복수 περιορμισόμεθα

περιορμίσεσθε

περιορμίσονται

기원법단수 περιορμισοίμην

περιορμίσοιο

περιορμίσοιτο

쌍수 περιορμίσοισθον

περιορμισοίσθην

복수 περιορμισοίμεθα

περιορμίσοισθε

περιορμίσοιντο

부정사 περιορμίσεσθαι

분사 남성여성중성
περιορμισομενος

περιορμισομενου

περιορμισομενη

περιορμισομενης

περιορμισομενον

περιορμισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bring round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION