헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρορμίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρορμίζω παρορμιῶ

형태분석: παρ (접두사) + ὁρμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to anchor side by side

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρορμίζω

παρορμίζεις

παρορμίζει

쌍수 παρορμίζετον

παρορμίζετον

복수 παρορμίζομεν

παρορμίζετε

παρορμίζουσιν*

접속법단수 παρορμίζω

παρορμίζῃς

παρορμίζῃ

쌍수 παρορμίζητον

παρορμίζητον

복수 παρορμίζωμεν

παρορμίζητε

παρορμίζωσιν*

기원법단수 παρορμίζοιμι

παρορμίζοις

παρορμίζοι

쌍수 παρορμίζοιτον

παρορμιζοίτην

복수 παρορμίζοιμεν

παρορμίζοιτε

παρορμίζοιεν

명령법단수 παρόρμιζε

παρορμιζέτω

쌍수 παρορμίζετον

παρορμιζέτων

복수 παρορμίζετε

παρορμιζόντων, παρορμιζέτωσαν

부정사 παρορμίζειν

분사 남성여성중성
παρορμιζων

παρορμιζοντος

παρορμιζουσα

παρορμιζουσης

παρορμιζον

παρορμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρορμίζομαι

παρορμίζει, παρορμίζῃ

παρορμίζεται

쌍수 παρορμίζεσθον

παρορμίζεσθον

복수 παρορμιζόμεθα

παρορμίζεσθε

παρορμίζονται

접속법단수 παρορμίζωμαι

παρορμίζῃ

παρορμίζηται

쌍수 παρορμίζησθον

παρορμίζησθον

복수 παρορμιζώμεθα

παρορμίζησθε

παρορμίζωνται

기원법단수 παρορμιζοίμην

παρορμίζοιο

παρορμίζοιτο

쌍수 παρορμίζοισθον

παρορμιζοίσθην

복수 παρορμιζοίμεθα

παρορμίζοισθε

παρορμίζοιντο

명령법단수 παρορμίζου

παρορμιζέσθω

쌍수 παρορμίζεσθον

παρορμιζέσθων

복수 παρορμίζεσθε

παρορμιζέσθων, παρορμιζέσθωσαν

부정사 παρορμίζεσθαι

분사 남성여성중성
παρορμιζομενος

παρορμιζομενου

παρορμιζομενη

παρορμιζομενης

παρορμιζομενον

παρορμιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION