헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνορμίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνορμίζω συνορμίσω

형태분석: συν (접두사) + ὁρμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bring to anchor together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνορμίζω

συνορμίζεις

συνορμίζει

쌍수 συνορμίζετον

συνορμίζετον

복수 συνορμίζομεν

συνορμίζετε

συνορμίζουσιν*

접속법단수 συνορμίζω

συνορμίζῃς

συνορμίζῃ

쌍수 συνορμίζητον

συνορμίζητον

복수 συνορμίζωμεν

συνορμίζητε

συνορμίζωσιν*

기원법단수 συνορμίζοιμι

συνορμίζοις

συνορμίζοι

쌍수 συνορμίζοιτον

συνορμιζοίτην

복수 συνορμίζοιμεν

συνορμίζοιτε

συνορμίζοιεν

명령법단수 συνόρμιζε

συνορμιζέτω

쌍수 συνορμίζετον

συνορμιζέτων

복수 συνορμίζετε

συνορμιζόντων, συνορμιζέτωσαν

부정사 συνορμίζειν

분사 남성여성중성
συνορμιζων

συνορμιζοντος

συνορμιζουσα

συνορμιζουσης

συνορμιζον

συνορμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνορμίζομαι

συνορμίζει, συνορμίζῃ

συνορμίζεται

쌍수 συνορμίζεσθον

συνορμίζεσθον

복수 συνορμιζόμεθα

συνορμίζεσθε

συνορμίζονται

접속법단수 συνορμίζωμαι

συνορμίζῃ

συνορμίζηται

쌍수 συνορμίζησθον

συνορμίζησθον

복수 συνορμιζώμεθα

συνορμίζησθε

συνορμίζωνται

기원법단수 συνορμιζοίμην

συνορμίζοιο

συνορμίζοιτο

쌍수 συνορμίζοισθον

συνορμιζοίσθην

복수 συνορμιζοίμεθα

συνορμίζοισθε

συνορμίζοιντο

명령법단수 συνορμίζου

συνορμιζέσθω

쌍수 συνορμίζεσθον

συνορμιζέσθων

복수 συνορμίζεσθε

συνορμιζέσθων, συνορμιζέσθωσαν

부정사 συνορμίζεσθαι

분사 남성여성중성
συνορμιζομενος

συνορμιζομενου

συνορμιζομενη

συνορμιζομενης

συνορμιζομενον

συνορμιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνορμίσω

συνορμίσεις

συνορμίσει

쌍수 συνορμίσετον

συνορμίσετον

복수 συνορμίσομεν

συνορμίσετε

συνορμίσουσιν*

기원법단수 συνορμίσοιμι

συνορμίσοις

συνορμίσοι

쌍수 συνορμίσοιτον

συνορμισοίτην

복수 συνορμίσοιμεν

συνορμίσοιτε

συνορμίσοιεν

부정사 συνορμίσειν

분사 남성여성중성
συνορμισων

συνορμισοντος

συνορμισουσα

συνορμισουσης

συνορμισον

συνορμισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνορμίσομαι

συνορμίσει, συνορμίσῃ

συνορμίσεται

쌍수 συνορμίσεσθον

συνορμίσεσθον

복수 συνορμισόμεθα

συνορμίσεσθε

συνορμίσονται

기원법단수 συνορμισοίμην

συνορμίσοιο

συνορμίσοιτο

쌍수 συνορμίσοισθον

συνορμισοίσθην

복수 συνορμισοίμεθα

συνορμίσοισθε

συνορμίσοιντο

부정사 συνορμίσεσθαι

분사 남성여성중성
συνορμισομενος

συνορμισομενου

συνορμισομενη

συνορμισομενης

συνορμισομενον

συνορμισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bring to anchor together

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION