Ancient Greek-English Dictionary Language

περιαρμόζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περιαρμόζω περιαρμόσω

Structure: περι (Prefix) + ἁρμόζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fit on all round

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιαρμόζω περιαρμόζεις περιαρμόζει
Dual περιαρμόζετον περιαρμόζετον
Plural περιαρμόζομεν περιαρμόζετε περιαρμόζουσιν*
SubjunctiveSingular περιαρμόζω περιαρμόζῃς περιαρμόζῃ
Dual περιαρμόζητον περιαρμόζητον
Plural περιαρμόζωμεν περιαρμόζητε περιαρμόζωσιν*
OptativeSingular περιαρμόζοιμι περιαρμόζοις περιαρμόζοι
Dual περιαρμόζοιτον περιαρμοζοίτην
Plural περιαρμόζοιμεν περιαρμόζοιτε περιαρμόζοιεν
ImperativeSingular περιάρμοζε περιαρμοζέτω
Dual περιαρμόζετον περιαρμοζέτων
Plural περιαρμόζετε περιαρμοζόντων, περιαρμοζέτωσαν
Infinitive περιαρμόζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιαρμοζων περιαρμοζοντος περιαρμοζουσα περιαρμοζουσης περιαρμοζον περιαρμοζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιαρμόζομαι περιαρμόζει, περιαρμόζῃ περιαρμόζεται
Dual περιαρμόζεσθον περιαρμόζεσθον
Plural περιαρμοζόμεθα περιαρμόζεσθε περιαρμόζονται
SubjunctiveSingular περιαρμόζωμαι περιαρμόζῃ περιαρμόζηται
Dual περιαρμόζησθον περιαρμόζησθον
Plural περιαρμοζώμεθα περιαρμόζησθε περιαρμόζωνται
OptativeSingular περιαρμοζοίμην περιαρμόζοιο περιαρμόζοιτο
Dual περιαρμόζοισθον περιαρμοζοίσθην
Plural περιαρμοζοίμεθα περιαρμόζοισθε περιαρμόζοιντο
ImperativeSingular περιαρμόζου περιαρμοζέσθω
Dual περιαρμόζεσθον περιαρμοζέσθων
Plural περιαρμόζεσθε περιαρμοζέσθων, περιαρμοζέσθωσαν
Infinitive περιαρμόζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιαρμοζομενος περιαρμοζομενου περιαρμοζομενη περιαρμοζομενης περιαρμοζομενον περιαρμοζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιαρμόσω περιαρμόσεις περιαρμόσει
Dual περιαρμόσετον περιαρμόσετον
Plural περιαρμόσομεν περιαρμόσετε περιαρμόσουσιν*
OptativeSingular περιαρμόσοιμι περιαρμόσοις περιαρμόσοι
Dual περιαρμόσοιτον περιαρμοσοίτην
Plural περιαρμόσοιμεν περιαρμόσοιτε περιαρμόσοιεν
Infinitive περιαρμόσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιαρμοσων περιαρμοσοντος περιαρμοσουσα περιαρμοσουσης περιαρμοσον περιαρμοσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιαρμόσομαι περιαρμόσει, περιαρμόσῃ περιαρμόσεται
Dual περιαρμόσεσθον περιαρμόσεσθον
Plural περιαρμοσόμεθα περιαρμόσεσθε περιαρμόσονται
OptativeSingular περιαρμοσοίμην περιαρμόσοιο περιαρμόσοιτο
Dual περιαρμόσοισθον περιαρμοσοίσθην
Plural περιαρμοσοίμεθα περιαρμόσοισθε περιαρμόσοιντο
Infinitive περιαρμόσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιαρμοσομενος περιαρμοσομενου περιαρμοσομενη περιαρμοσομενης περιαρμοσομενον περιαρμοσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fit on all round

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION