헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιαμπέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιαμπέχω περιαμφέξω περιήμπεσχον

형태분석: περι (접두사) + ἀμπέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 입다, 두다, 놓다, 놓이다, 바르다, 끼다
  1. to put round about, to put, round or over one, to put round oneself, put on
  2. to cover all round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαμπέχω

(나는) 입다

περιαμπέχεις

(너는) 입다

περιαμπέχει

(그는) 입다

쌍수 περιαμπέχετον

(너희 둘은) 입다

περιαμπέχετον

(그 둘은) 입다

복수 περιαμπέχομεν

(우리는) 입다

περιαμπέχετε

(너희는) 입다

περιαμπέχουσιν*

(그들은) 입다

접속법단수 περιαμπέχω

(나는) 입자

περιαμπέχῃς

(너는) 입자

περιαμπέχῃ

(그는) 입자

쌍수 περιαμπέχητον

(너희 둘은) 입자

περιαμπέχητον

(그 둘은) 입자

복수 περιαμπέχωμεν

(우리는) 입자

περιαμπέχητε

(너희는) 입자

περιαμπέχωσιν*

(그들은) 입자

기원법단수 περιαμπέχοιμι

(나는) 입기를 (바라다)

περιαμπέχοις

(너는) 입기를 (바라다)

περιαμπέχοι

(그는) 입기를 (바라다)

쌍수 περιαμπέχοιτον

(너희 둘은) 입기를 (바라다)

περιαμπεχοίτην

(그 둘은) 입기를 (바라다)

복수 περιαμπέχοιμεν

(우리는) 입기를 (바라다)

περιαμπέχοιτε

(너희는) 입기를 (바라다)

περιαμπέχοιεν

(그들은) 입기를 (바라다)

명령법단수 περιάμπεχε

(너는) 입어라

περιαμπεχέτω

(그는) 입어라

쌍수 περιαμπέχετον

(너희 둘은) 입어라

περιαμπεχέτων

(그 둘은) 입어라

복수 περιαμπέχετε

(너희는) 입어라

περιαμπεχόντων, περιαμπεχέτωσαν

(그들은) 입어라

부정사 περιαμπέχειν

입는 것

분사 남성여성중성
περιαμπεχων

περιαμπεχοντος

περιαμπεχουσα

περιαμπεχουσης

περιαμπεχον

περιαμπεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαμπέχομαι

(나는) 입히다

περιαμπέχει, περιαμπέχῃ

(너는) 입히다

περιαμπέχεται

(그는) 입히다

쌍수 περιαμπέχεσθον

(너희 둘은) 입히다

περιαμπέχεσθον

(그 둘은) 입히다

복수 περιαμπεχόμεθα

(우리는) 입히다

περιαμπέχεσθε

(너희는) 입히다

περιαμπέχονται

(그들은) 입히다

접속법단수 περιαμπέχωμαι

(나는) 입히자

περιαμπέχῃ

(너는) 입히자

περιαμπέχηται

(그는) 입히자

쌍수 περιαμπέχησθον

(너희 둘은) 입히자

περιαμπέχησθον

(그 둘은) 입히자

복수 περιαμπεχώμεθα

(우리는) 입히자

περιαμπέχησθε

(너희는) 입히자

περιαμπέχωνται

(그들은) 입히자

기원법단수 περιαμπεχοίμην

(나는) 입히기를 (바라다)

περιαμπέχοιο

(너는) 입히기를 (바라다)

περιαμπέχοιτο

(그는) 입히기를 (바라다)

쌍수 περιαμπέχοισθον

(너희 둘은) 입히기를 (바라다)

περιαμπεχοίσθην

(그 둘은) 입히기를 (바라다)

복수 περιαμπεχοίμεθα

(우리는) 입히기를 (바라다)

περιαμπέχοισθε

(너희는) 입히기를 (바라다)

περιαμπέχοιντο

(그들은) 입히기를 (바라다)

명령법단수 περιαμπέχου

(너는) 입혀라

περιαμπεχέσθω

(그는) 입혀라

쌍수 περιαμπέχεσθον

(너희 둘은) 입혀라

περιαμπεχέσθων

(그 둘은) 입혀라

복수 περιαμπέχεσθε

(너희는) 입혀라

περιαμπεχέσθων, περιαμπεχέσθωσαν

(그들은) 입혀라

부정사 περιαμπέχεσθαι

입히는 것

분사 남성여성중성
περιαμπεχομενος

περιαμπεχομενου

περιαμπεχομενη

περιαμπεχομενης

περιαμπεχομενον

περιαμπεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαμφέξω

(나는) 입겠다

περιαμφέξεις

(너는) 입겠다

περιαμφέξει

(그는) 입겠다

쌍수 περιαμφέξετον

(너희 둘은) 입겠다

περιαμφέξετον

(그 둘은) 입겠다

복수 περιαμφέξομεν

(우리는) 입겠다

περιαμφέξετε

(너희는) 입겠다

περιαμφέξουσιν*

(그들은) 입겠다

기원법단수 περιαμφέξοιμι

(나는) 입겠기를 (바라다)

περιαμφέξοις

(너는) 입겠기를 (바라다)

περιαμφέξοι

(그는) 입겠기를 (바라다)

쌍수 περιαμφέξοιτον

(너희 둘은) 입겠기를 (바라다)

περιαμφεξοίτην

(그 둘은) 입겠기를 (바라다)

복수 περιαμφέξοιμεν

(우리는) 입겠기를 (바라다)

περιαμφέξοιτε

(너희는) 입겠기를 (바라다)

περιαμφέξοιεν

(그들은) 입겠기를 (바라다)

부정사 περιαμφέξειν

입을 것

분사 남성여성중성
περιαμφεξων

περιαμφεξοντος

περιαμφεξουσα

περιαμφεξουσης

περιαμφεξον

περιαμφεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιαμφέξομαι

(나는) 입히겠다

περιαμφέξει, περιαμφέξῃ

(너는) 입히겠다

περιαμφέξεται

(그는) 입히겠다

쌍수 περιαμφέξεσθον

(너희 둘은) 입히겠다

περιαμφέξεσθον

(그 둘은) 입히겠다

복수 περιαμφεξόμεθα

(우리는) 입히겠다

περιαμφέξεσθε

(너희는) 입히겠다

περιαμφέξονται

(그들은) 입히겠다

기원법단수 περιαμφεξοίμην

(나는) 입히겠기를 (바라다)

περιαμφέξοιο

(너는) 입히겠기를 (바라다)

περιαμφέξοιτο

(그는) 입히겠기를 (바라다)

쌍수 περιαμφέξοισθον

(너희 둘은) 입히겠기를 (바라다)

περιαμφεξοίσθην

(그 둘은) 입히겠기를 (바라다)

복수 περιαμφεξοίμεθα

(우리는) 입히겠기를 (바라다)

περιαμφέξοισθε

(너희는) 입히겠기를 (바라다)

περιαμφέξοιντο

(그들은) 입히겠기를 (바라다)

부정사 περιαμφέξεσθαι

입힐 것

분사 남성여성중성
περιαμφεξομενος

περιαμφεξομενου

περιαμφεξομενη

περιαμφεξομενης

περιαμφεξομενον

περιαμφεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῆμπεχον

(나는) 입고 있었다

περιῆμπεχες

(너는) 입고 있었다

περιῆμπεχεν*

(그는) 입고 있었다

쌍수 περιήμπεχετον

(너희 둘은) 입고 있었다

περιημπε͂χετην

(그 둘은) 입고 있었다

복수 περιήμπεχομεν

(우리는) 입고 있었다

περιήμπεχετε

(너희는) 입고 있었다

περιῆμπεχον

(그들은) 입고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιημπε͂χομην

(나는) 입히고 있었다

περιήμπεχου

(너는) 입히고 있었다

περιήμπεχετο

(그는) 입히고 있었다

쌍수 περιήμπεχεσθον

(너희 둘은) 입히고 있었다

περιημπε͂χεσθην

(그 둘은) 입히고 있었다

복수 περιημπε͂χομεθα

(우리는) 입히고 있었다

περιήμπεχεσθε

(너희는) 입히고 있었다

περιήμπεχοντο

(그들은) 입히고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῆμπεσχον

(나는) 입었다

περιῆμπεσχες

(너는) 입었다

περιῆμπεσχεν*

(그는) 입었다

쌍수 περιήμπεσχετον

(너희 둘은) 입었다

περιημπε͂σχετην

(그 둘은) 입었다

복수 περιήμπεσχομεν

(우리는) 입었다

περιήμπεσχετε

(너희는) 입었다

περιῆμπεσχον

(그들은) 입었다

명령법단수 περιάμπεσχε

(너는) 입었어라

περιαμπεσχέτω

(그는) 입었어라

쌍수 περιαμπέσχετον

(너희 둘은) 입었어라

περιαμπεσχέτων

(그 둘은) 입었어라

복수 περιαμπέσχετε

(너희는) 입었어라

περιαμπεσχόντων

(그들은) 입었어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 입다

  2. to cover all round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION