헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραπαίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραπαίω παραπαίσω

형태분석: παρα (접두사) + παί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 맡기다, 위탁하다, 저지르다, 위임하다
  1. to strike on one side: to strike a false note, to be infatuated, lose one's wits, to commit, folly
  2. to fall away from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπαίω

(나는) 맡긴다

παραπαίεις

(너는) 맡긴다

παραπαίει

(그는) 맡긴다

쌍수 παραπαίετον

(너희 둘은) 맡긴다

παραπαίετον

(그 둘은) 맡긴다

복수 παραπαίομεν

(우리는) 맡긴다

παραπαίετε

(너희는) 맡긴다

παραπαίουσιν*

(그들은) 맡긴다

접속법단수 παραπαίω

(나는) 맡기자

παραπαίῃς

(너는) 맡기자

παραπαίῃ

(그는) 맡기자

쌍수 παραπαίητον

(너희 둘은) 맡기자

παραπαίητον

(그 둘은) 맡기자

복수 παραπαίωμεν

(우리는) 맡기자

παραπαίητε

(너희는) 맡기자

παραπαίωσιν*

(그들은) 맡기자

기원법단수 παραπαίοιμι

(나는) 맡기기를 (바라다)

παραπαίοις

(너는) 맡기기를 (바라다)

παραπαίοι

(그는) 맡기기를 (바라다)

쌍수 παραπαίοιτον

(너희 둘은) 맡기기를 (바라다)

παραπαιοίτην

(그 둘은) 맡기기를 (바라다)

복수 παραπαίοιμεν

(우리는) 맡기기를 (바라다)

παραπαίοιτε

(너희는) 맡기기를 (바라다)

παραπαίοιεν

(그들은) 맡기기를 (바라다)

명령법단수 παραπαίε

(너는) 맡겨라

παραπαιέτω

(그는) 맡겨라

쌍수 παραπαίετον

(너희 둘은) 맡겨라

παραπαιέτων

(그 둘은) 맡겨라

복수 παραπαίετε

(너희는) 맡겨라

παραπαιόντων, παραπαιέτωσαν

(그들은) 맡겨라

부정사 παραπαίειν

맡기는 것

분사 남성여성중성
παραπαιων

παραπαιοντος

παραπαιουσα

παραπαιουσης

παραπαιον

παραπαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπαίομαι

(나는) 맡겨진다

παραπαίει, παραπαίῃ

(너는) 맡겨진다

παραπαίεται

(그는) 맡겨진다

쌍수 παραπαίεσθον

(너희 둘은) 맡겨진다

παραπαίεσθον

(그 둘은) 맡겨진다

복수 παραπαιόμεθα

(우리는) 맡겨진다

παραπαίεσθε

(너희는) 맡겨진다

παραπαίονται

(그들은) 맡겨진다

접속법단수 παραπαίωμαι

(나는) 맡겨지자

παραπαίῃ

(너는) 맡겨지자

παραπαίηται

(그는) 맡겨지자

쌍수 παραπαίησθον

(너희 둘은) 맡겨지자

παραπαίησθον

(그 둘은) 맡겨지자

복수 παραπαιώμεθα

(우리는) 맡겨지자

παραπαίησθε

(너희는) 맡겨지자

παραπαίωνται

(그들은) 맡겨지자

기원법단수 παραπαιοίμην

(나는) 맡겨지기를 (바라다)

παραπαίοιο

(너는) 맡겨지기를 (바라다)

παραπαίοιτο

(그는) 맡겨지기를 (바라다)

쌍수 παραπαίοισθον

(너희 둘은) 맡겨지기를 (바라다)

παραπαιοίσθην

(그 둘은) 맡겨지기를 (바라다)

복수 παραπαιοίμεθα

(우리는) 맡겨지기를 (바라다)

παραπαίοισθε

(너희는) 맡겨지기를 (바라다)

παραπαίοιντο

(그들은) 맡겨지기를 (바라다)

명령법단수 παραπαίου

(너는) 맡겨져라

παραπαιέσθω

(그는) 맡겨져라

쌍수 παραπαίεσθον

(너희 둘은) 맡겨져라

παραπαιέσθων

(그 둘은) 맡겨져라

복수 παραπαίεσθε

(너희는) 맡겨져라

παραπαιέσθων, παραπαιέσθωσαν

(그들은) 맡겨져라

부정사 παραπαίεσθαι

맡겨지는 것

분사 남성여성중성
παραπαιομενος

παραπαιομενου

παραπαιομενη

παραπαιομενης

παραπαιομενον

παραπαιομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπαίσω

(나는) 맡기겠다

παραπαίσεις

(너는) 맡기겠다

παραπαίσει

(그는) 맡기겠다

쌍수 παραπαίσετον

(너희 둘은) 맡기겠다

παραπαίσετον

(그 둘은) 맡기겠다

복수 παραπαίσομεν

(우리는) 맡기겠다

παραπαίσετε

(너희는) 맡기겠다

παραπαίσουσιν*

(그들은) 맡기겠다

기원법단수 παραπαίσοιμι

(나는) 맡기겠기를 (바라다)

παραπαίσοις

(너는) 맡기겠기를 (바라다)

παραπαίσοι

(그는) 맡기겠기를 (바라다)

쌍수 παραπαίσοιτον

(너희 둘은) 맡기겠기를 (바라다)

παραπαισοίτην

(그 둘은) 맡기겠기를 (바라다)

복수 παραπαίσοιμεν

(우리는) 맡기겠기를 (바라다)

παραπαίσοιτε

(너희는) 맡기겠기를 (바라다)

παραπαίσοιεν

(그들은) 맡기겠기를 (바라다)

부정사 παραπαίσειν

맡길 것

분사 남성여성중성
παραπαισων

παραπαισοντος

παραπαισουσα

παραπαισουσης

παραπαισον

παραπαισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραπαίσομαι

(나는) 맡겨지겠다

παραπαίσει, παραπαίσῃ

(너는) 맡겨지겠다

παραπαίσεται

(그는) 맡겨지겠다

쌍수 παραπαίσεσθον

(너희 둘은) 맡겨지겠다

παραπαίσεσθον

(그 둘은) 맡겨지겠다

복수 παραπαισόμεθα

(우리는) 맡겨지겠다

παραπαίσεσθε

(너희는) 맡겨지겠다

παραπαίσονται

(그들은) 맡겨지겠다

기원법단수 παραπαισοίμην

(나는) 맡겨지겠기를 (바라다)

παραπαίσοιο

(너는) 맡겨지겠기를 (바라다)

παραπαίσοιτο

(그는) 맡겨지겠기를 (바라다)

쌍수 παραπαίσοισθον

(너희 둘은) 맡겨지겠기를 (바라다)

παραπαισοίσθην

(그 둘은) 맡겨지겠기를 (바라다)

복수 παραπαισοίμεθα

(우리는) 맡겨지겠기를 (바라다)

παραπαίσοισθε

(너희는) 맡겨지겠기를 (바라다)

παραπαίσοιντο

(그들은) 맡겨지겠기를 (바라다)

부정사 παραπαίσεσθαι

맡겨질 것

분사 남성여성중성
παραπαισομενος

παραπαισομενου

παραπαισομενη

παραπαισομενης

παραπαισομενον

παραπαισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέπαιον

(나는) 맡기고 있었다

παρέπαιες

(너는) 맡기고 있었다

παρέπαιεν*

(그는) 맡기고 있었다

쌍수 παρεπαίετον

(너희 둘은) 맡기고 있었다

παρεπαιέτην

(그 둘은) 맡기고 있었다

복수 παρεπαίομεν

(우리는) 맡기고 있었다

παρεπαίετε

(너희는) 맡기고 있었다

παρέπαιον

(그들은) 맡기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεπαιόμην

(나는) 맡겨지고 있었다

παρεπαίου

(너는) 맡겨지고 있었다

παρεπαίετο

(그는) 맡겨지고 있었다

쌍수 παρεπαίεσθον

(너희 둘은) 맡겨지고 있었다

παρεπαιέσθην

(그 둘은) 맡겨지고 있었다

복수 παρεπαιόμεθα

(우리는) 맡겨지고 있었다

παρεπαίεσθε

(너희는) 맡겨지고 있었다

παρεπαίοντο

(그들은) 맡겨지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ φίλτατε, καὶ δῆλόν γε δὴ ὅτι οὕτω διανοούμενοσ καὶ περὶ ἐμαυτοῦ καὶ περὶ ὑμῶν μαίνομαι καὶ παραπαίω; (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 11:1)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 11:1)

유의어

  1. to fall away from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION