헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακομίζω παρακομιῶ

형태분석: παρα (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 호위하다, 인도하다, 우회시키다, 실시하다
  2. 나르다, 가지다, 전달하다, 운반하다, 먹다, 소유하다, 들다
  3. 도망치다, 등한시하다, 지나치다
  1. to carry along with one, escort, convoy
  2. to carry or convey over, to transport, to convey, carry, to have, brought one
  3. to go or sail beside, coast along
  4. to go or sail across, pass over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακομίζω

(나는) 호위한다

παρακομίζεις

(너는) 호위한다

παρακομίζει

(그는) 호위한다

쌍수 παρακομίζετον

(너희 둘은) 호위한다

παρακομίζετον

(그 둘은) 호위한다

복수 παρακομίζομεν

(우리는) 호위한다

παρακομίζετε

(너희는) 호위한다

παρακομίζουσιν*

(그들은) 호위한다

접속법단수 παρακομίζω

(나는) 호위하자

παρακομίζῃς

(너는) 호위하자

παρακομίζῃ

(그는) 호위하자

쌍수 παρακομίζητον

(너희 둘은) 호위하자

παρακομίζητον

(그 둘은) 호위하자

복수 παρακομίζωμεν

(우리는) 호위하자

παρακομίζητε

(너희는) 호위하자

παρακομίζωσιν*

(그들은) 호위하자

기원법단수 παρακομίζοιμι

(나는) 호위하기를 (바라다)

παρακομίζοις

(너는) 호위하기를 (바라다)

παρακομίζοι

(그는) 호위하기를 (바라다)

쌍수 παρακομίζοιτον

(너희 둘은) 호위하기를 (바라다)

παρακομιζοίτην

(그 둘은) 호위하기를 (바라다)

복수 παρακομίζοιμεν

(우리는) 호위하기를 (바라다)

παρακομίζοιτε

(너희는) 호위하기를 (바라다)

παρακομίζοιεν

(그들은) 호위하기를 (바라다)

명령법단수 παρακόμιζε

(너는) 호위해라

παρακομιζέτω

(그는) 호위해라

쌍수 παρακομίζετον

(너희 둘은) 호위해라

παρακομιζέτων

(그 둘은) 호위해라

복수 παρακομίζετε

(너희는) 호위해라

παρακομιζόντων, παρακομιζέτωσαν

(그들은) 호위해라

부정사 παρακομίζειν

호위하는 것

분사 남성여성중성
παρακομιζων

παρακομιζοντος

παρακομιζουσα

παρακομιζουσης

παρακομιζον

παρακομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακομίζομαι

(나는) 호위된다

παρακομίζει, παρακομίζῃ

(너는) 호위된다

παρακομίζεται

(그는) 호위된다

쌍수 παρακομίζεσθον

(너희 둘은) 호위된다

παρακομίζεσθον

(그 둘은) 호위된다

복수 παρακομιζόμεθα

(우리는) 호위된다

παρακομίζεσθε

(너희는) 호위된다

παρακομίζονται

(그들은) 호위된다

접속법단수 παρακομίζωμαι

(나는) 호위되자

παρακομίζῃ

(너는) 호위되자

παρακομίζηται

(그는) 호위되자

쌍수 παρακομίζησθον

(너희 둘은) 호위되자

παρακομίζησθον

(그 둘은) 호위되자

복수 παρακομιζώμεθα

(우리는) 호위되자

παρακομίζησθε

(너희는) 호위되자

παρακομίζωνται

(그들은) 호위되자

기원법단수 παρακομιζοίμην

(나는) 호위되기를 (바라다)

παρακομίζοιο

(너는) 호위되기를 (바라다)

παρακομίζοιτο

(그는) 호위되기를 (바라다)

쌍수 παρακομίζοισθον

(너희 둘은) 호위되기를 (바라다)

παρακομιζοίσθην

(그 둘은) 호위되기를 (바라다)

복수 παρακομιζοίμεθα

(우리는) 호위되기를 (바라다)

παρακομίζοισθε

(너희는) 호위되기를 (바라다)

παρακομίζοιντο

(그들은) 호위되기를 (바라다)

명령법단수 παρακομίζου

(너는) 호위되어라

παρακομιζέσθω

(그는) 호위되어라

쌍수 παρακομίζεσθον

(너희 둘은) 호위되어라

παρακομιζέσθων

(그 둘은) 호위되어라

복수 παρακομίζεσθε

(너희는) 호위되어라

παρακομιζέσθων, παρακομιζέσθωσαν

(그들은) 호위되어라

부정사 παρακομίζεσθαι

호위되는 것

분사 남성여성중성
παρακομιζομενος

παρακομιζομενου

παρακομιζομενη

παρακομιζομενης

παρακομιζομενον

παρακομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακομίω

(나는) 호위하겠다

παρακομίεις

(너는) 호위하겠다

παρακομίει

(그는) 호위하겠다

쌍수 παρακομίειτον

(너희 둘은) 호위하겠다

παρακομίειτον

(그 둘은) 호위하겠다

복수 παρακομίουμεν

(우리는) 호위하겠다

παρακομίειτε

(너희는) 호위하겠다

παρακομίουσιν*

(그들은) 호위하겠다

기원법단수 παρακομίοιμι

(나는) 호위하겠기를 (바라다)

παρακομίοις

(너는) 호위하겠기를 (바라다)

παρακομίοι

(그는) 호위하겠기를 (바라다)

쌍수 παρακομίοιτον

(너희 둘은) 호위하겠기를 (바라다)

παρακομιοίτην

(그 둘은) 호위하겠기를 (바라다)

복수 παρακομίοιμεν

(우리는) 호위하겠기를 (바라다)

παρακομίοιτε

(너희는) 호위하겠기를 (바라다)

παρακομίοιεν

(그들은) 호위하겠기를 (바라다)

부정사 παρακομίειν

호위할 것

분사 남성여성중성
παρακομιων

παρακομιουντος

παρακομιουσα

παρακομιουσης

παρακομιουν

παρακομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακομίουμαι

(나는) 호위되겠다

παρακομίει, παρακομίῃ

(너는) 호위되겠다

παρακομίειται

(그는) 호위되겠다

쌍수 παρακομίεισθον

(너희 둘은) 호위되겠다

παρακομίεισθον

(그 둘은) 호위되겠다

복수 παρακομιοῦμεθα

(우리는) 호위되겠다

παρακομίεισθε

(너희는) 호위되겠다

παρακομίουνται

(그들은) 호위되겠다

기원법단수 παρακομιοίμην

(나는) 호위되겠기를 (바라다)

παρακομίοιο

(너는) 호위되겠기를 (바라다)

παρακομίοιτο

(그는) 호위되겠기를 (바라다)

쌍수 παρακομίοισθον

(너희 둘은) 호위되겠기를 (바라다)

παρακομιοίσθην

(그 둘은) 호위되겠기를 (바라다)

복수 παρακομιοίμεθα

(우리는) 호위되겠기를 (바라다)

παρακομίοισθε

(너희는) 호위되겠기를 (바라다)

παρακομίοιντο

(그들은) 호위되겠기를 (바라다)

부정사 παρακομίεισθαι

호위될 것

분사 남성여성중성
παρακομιουμενος

παρακομιουμενου

παρακομιουμενη

παρακομιουμενης

παρακομιουμενον

παρακομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκόμιζον

(나는) 호위하고 있었다

παρεκόμιζες

(너는) 호위하고 있었다

παρεκόμιζεν*

(그는) 호위하고 있었다

쌍수 παρεκομίζετον

(너희 둘은) 호위하고 있었다

παρεκομιζέτην

(그 둘은) 호위하고 있었다

복수 παρεκομίζομεν

(우리는) 호위하고 있었다

παρεκομίζετε

(너희는) 호위하고 있었다

παρεκόμιζον

(그들은) 호위하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκομιζόμην

(나는) 호위되고 있었다

παρεκομίζου

(너는) 호위되고 있었다

παρεκομίζετο

(그는) 호위되고 있었다

쌍수 παρεκομίζεσθον

(너희 둘은) 호위되고 있었다

παρεκομιζέσθην

(그 둘은) 호위되고 있었다

복수 παρεκομιζόμεθα

(우리는) 호위되고 있었다

παρεκομίζεσθε

(너희는) 호위되고 있었다

παρεκομίζοντο

(그들은) 호위되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ μὲν ἀπόρρητα κατὰ χώραν ἐῶμεν, ἃ δ’ ἐμφανῶσ δρῶσι θάπτοντεσ τὸν Ἆπιν οἱ ἱερεῖσ, ὅταν παρακομίζωσιν ἐπὶ σχεδίασ τὸ σῶμα, βακχείασ οὐδὲν ἀποδεῖ. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 35 1:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 35 1:1)

  • ἀπέστειλε δὲ καὶ τὰσ ὁλκάδασ ναῦσ ἔσ τε Σαρδῶνα καὶ Λιβύην, ὅπωσ σῖτον καὶ τὰσ ἄλλασ τροφὰσ παρακομίζωσιν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 63 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 63 5:1)

유의어

  1. 호위하다

  2. 나르다

  3. to go or sail beside

  4. 도망치다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION