παραδέχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραδέχομαι
παραδέξομαι
παραδέδεγμαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
δέχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 약혼하다, 싸우다, 서로 약속하다
- 넣다, 들이다
- to receive from, to receive as inheritance, succeed to, to take up and continue
- to take upon oneself, engage
- to admit
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Τοὺσ δὲ πρεσβυτέρουσ οὐκ ἀποκτείνει, ὁκόταν ἐπιγένηται, οὐδὲ διαστρέφει‧ αἵ τε γὰρ φλέβεσ εἰσὶ κοῖλαι καὶ αἵματοσ μεσταὶ θερμοῦ, ἃ οὐδὲ δύναται ἐπικρατῆσαι τὸ φλέγμα, οὐδ’ ἀποψῦξαι τὸ αἷμα, ὥστε καὶ πῆξαι, ἀλλ’ αὐτὸ κρατέεται καὶ καταμίγνυται τῷ αἵματι ταχέωσ‧ καὶ οὕτω παραδέχονται αἱ φλέβεσ τὸν ἠέρα, καὶ τὸ φρόνημα γίνεται, τά τε σημήϊα τὰ προειρημένα ἧσσον ἐπιλαμβάνει διὰ τὴν ἰσχύν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.1)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.1)
- ὧν οἱ μὲν εὐρύτεροι τὴν ξηρὰν ἅμα καὶ τὴν ὑγρὰν τροφὴν ἀναλαμβάνουσιν, οἱ δ’ ἰσχνότεροι τὸ μὲν ποτὸν παραδέχονται, ποιεῖ δὲ τὴν μὲν δίψαν ἡ τούτων κένωσισ, ἡ δ’ ἐκείνων τὴν πεῖναν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 4:1)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 6, 4:1)
- οἱ δέ δεύτεροι καὶ τρίτοι τελέωσ ἄπειροι καὶ ὅ, τι ἄν εἴπῃ τισ παραδέχονται ῥᾳδίωσ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 184:3)
(디오, 크리소토모스, 연설, 184:3)
- καὶ ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντεσ, οἵτινεσ ἀκούουσιν τὸν λόγον καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦσιν ἐν τριάκοντα καὶ [ἐν] ἑξήκοντα καὶ [ἐν] ἑκατόν. (, chapter 4 22:1)
(, chapter 4 22:1)
- οὐ παραδέχονται δὲ τοῦθ’ οἱ κριτικοὶ διὰ τὸ πολλὰ τῶν ἐπῶν ἀντιμαρτυρεῖν αὐτοῖσ. (Strabo, Geography, Book 9, chapter 1 14:3)
(스트라본, 지리학, Book 9, chapter 1 14:3)
유의어
-
약혼하다
- ἀναλαμβάνω (떠맡다, 착수하다, 참석하다)
- ἐνδέχομαι (to take upon oneself)
- ὑπισχνέομαι (약속하다, 다짐하다, 약혼하다)
- ἐπιπολάζω (to be engaged upon)
- ἀναδέχομαι (복종하다, 따르다, 허용하다)
- παραλαμβάνω (떠맡다, 착수하다, 시작하다)
- ἀναλαμβάνω (가정하다, 짐작하다, 추정하다)
- πανδοκέω (가정하다, 짐작하다, 추정하다)
- ἅπτω ( 참석하다, 개입하다)
- εἰσαείρομαι (to take to oneself.)
- προσάγω (to take to oneself, to take u)
- ἐξαείρω (to take on oneself)
- ἐπιβάλλω (획득하다, 포획하다, 포위하다)
- προσαναιρέω (to lift up besides, to take upon oneself besides)
-
넣다
파생어
- ἀναδέχομαι (잡다, 받다, 얻다)
- ἀποδέχομαι (받아들이다, 받다, 승인하다)
- δέχομαι (받다, 얻다, 받아들이다)
- διαδέχομαι (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- εἰσδέχομαι (얻다, 받다, 수용하다)
- ἐκδέχομαι (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- ἐνδέχομαι (받아들이다, 승인하다, 찬성하다)
- ἐπιδέχομαι (허락하다, 허용하다, 수여하다)
- καταδέχομαι (얻다, 받다, 수용하다)
- προσδέχομαι (받아들이다, 받다, 승인하다)
- ὑποδέχομαι (만들다, 약속하다, 하다)