헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραβάπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραβάπτω παραβάψω

형태분석: παρα (접두사) + βάπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dye at the same time

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραβάπτω

παραβάπτεις

παραβάπτει

쌍수 παραβάπτετον

παραβάπτετον

복수 παραβάπτομεν

παραβάπτετε

παραβάπτουσιν*

접속법단수 παραβάπτω

παραβάπτῃς

παραβάπτῃ

쌍수 παραβάπτητον

παραβάπτητον

복수 παραβάπτωμεν

παραβάπτητε

παραβάπτωσιν*

기원법단수 παραβάπτοιμι

παραβάπτοις

παραβάπτοι

쌍수 παραβάπτοιτον

παραβαπτοίτην

복수 παραβάπτοιμεν

παραβάπτοιτε

παραβάπτοιεν

명령법단수 παραβάπτε

παραβαπτέτω

쌍수 παραβάπτετον

παραβαπτέτων

복수 παραβάπτετε

παραβαπτόντων, παραβαπτέτωσαν

부정사 παραβάπτειν

분사 남성여성중성
παραβαπτων

παραβαπτοντος

παραβαπτουσα

παραβαπτουσης

παραβαπτον

παραβαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραβάπτομαι

παραβάπτει, παραβάπτῃ

παραβάπτεται

쌍수 παραβάπτεσθον

παραβάπτεσθον

복수 παραβαπτόμεθα

παραβάπτεσθε

παραβάπτονται

접속법단수 παραβάπτωμαι

παραβάπτῃ

παραβάπτηται

쌍수 παραβάπτησθον

παραβάπτησθον

복수 παραβαπτώμεθα

παραβάπτησθε

παραβάπτωνται

기원법단수 παραβαπτοίμην

παραβάπτοιο

παραβάπτοιτο

쌍수 παραβάπτοισθον

παραβαπτοίσθην

복수 παραβαπτοίμεθα

παραβάπτοισθε

παραβάπτοιντο

명령법단수 παραβάπτου

παραβαπτέσθω

쌍수 παραβάπτεσθον

παραβαπτέσθων

복수 παραβάπτεσθε

παραβαπτέσθων, παραβαπτέσθωσαν

부정사 παραβάπτεσθαι

분사 남성여성중성
παραβαπτομενος

παραβαπτομενου

παραβαπτομενη

παραβαπτομενης

παραβαπτομενον

παραβαπτομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dye at the same time

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION