παντοκράτωρ?
3군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사: pantokratōr
고전 발음: [빤또끄라또:르]
신약 발음: [빤또끄라또르]
기본형:
παντοκράτωρ
형태분석:
παντοκρατωρ
(어간)
뜻
- One who is all-powerful, omnipotent
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ νῦν Κύριον παντοκράτορα ἐξετάζετε καὶ οὐθὲν ἐπιγνώσεσθε ἕως τοῦ αἰῶνος, (Septuagint, Liber Iudith 8:13)
(70인역 성경, 유딧기 8:13)
- οἱ μὲν οὖν ἐπεκαλοῦντο τὸν παντοκράτορα Θεὸν τὰ πεπιστευμένα τοῖς πεπιστευκόσι σῶα διαφυλάσσειν μετὰ πάσης ἀσφαλείας, (Septuagint, Liber Maccabees II 3:22)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 3:22)
- οἳ καὶ συνιδόντες ἔργα σῆς χειρὸς ᾔνεσάν σε τὸν παντοκράτορα. (Septuagint, Liber Maccabees III 2:8)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 2:8)
- τὸν παντοκράτορα Κύριον καὶ πάσης δυνάμεως δυναστεύοντα, ἐλεήμονα Θεὸν αὐτῶν καὶ πατέρα, δυσκαταπαύστῳ βοῇ πάντες μετὰ δακρύων ἐπεκαλέσαντο, δεόμενοι (Septuagint, Liber Maccabees III 5:7)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 5:7)
- σὺ δὲ ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος. (Septuagint, Liber Iob 8:5)
(70인역 성경, 욥기 8:5)