οὔλω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
οὔλω
Structure:
ού̓λ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be whole or sound, health to thee, health
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ματρὸσ ἐμᾶσ ἢ διδύμοι‐ σι γάλακτοσ παρὰ μαστοῖσ ἢ πρὸσ ἀδελ‐ φῶν οὐλόμεν’ αἰκίσματα νεκρῶν; (Euripides, Phoenissae, episode, lyric12)
- καθαπτομένου πικρῶσ καὶ λέγοντοσ οὐλόμεν’, ἁ%2̓θ’ ὤφελλεσ ἀεικελίου στρατοῦ ἄλλου σημαίνειν εἴκει καὶ καρτερεῖ, τῷ κηδεμονικῷ τοῦ λόγου καὶ νοῦν ἔχοντι συστελλόμενοσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 26 3:1)
- "Ἀντίνο’, οὐ μὲν κάλ’ ἔβαλεσ δύστηνον ἀλήτην, οὐλόμεν’, εἰ δή πού τισ ἐπουράνιοσ θεόσ ἐστιν. (Homer, Odyssey, Book 17 68:1)
- οὐλόμεν’ αἴθ’ ὤφελλεσ ἀεικελίου στρατοῦ ἄλλου σημαίνειν, μὴ δ’ ἄμμιν ἀνασσέμεν, οἷσιν ἄρα Ζεὺσ ἐκ νεότητοσ ἔδωκε καὶ ἐσ γῆρασ τολυπεύειν ἀργαλέουσ πολέμουσ, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστοσ. (Homer, Iliad, Book 14 9:3)