Ancient Greek-English Dictionary Language

νοστέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νοστέω

Structure: νοστέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to come or go back, return
  2. to return safe, to escape

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νόστω νόστεις νόστει
Dual νόστειτον νόστειτον
Plural νόστουμεν νόστειτε νόστουσιν*
SubjunctiveSingular νόστω νόστῃς νόστῃ
Dual νόστητον νόστητον
Plural νόστωμεν νόστητε νόστωσιν*
OptativeSingular νόστοιμι νόστοις νόστοι
Dual νόστοιτον νοστοίτην
Plural νόστοιμεν νόστοιτε νόστοιεν
ImperativeSingular νο͂στει νοστεῖτω
Dual νόστειτον νοστεῖτων
Plural νόστειτε νοστοῦντων, νοστεῖτωσαν
Infinitive νόστειν
Participle MasculineFeminineNeuter
νοστων νοστουντος νοστουσα νοστουσης νοστουν νοστουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular νόστουμαι νόστει, νόστῃ νόστειται
Dual νόστεισθον νόστεισθον
Plural νοστοῦμεθα νόστεισθε νόστουνται
SubjunctiveSingular νόστωμαι νόστῃ νόστηται
Dual νόστησθον νόστησθον
Plural νοστώμεθα νόστησθε νόστωνται
OptativeSingular νοστοίμην νόστοιο νόστοιτο
Dual νόστοισθον νοστοίσθην
Plural νοστοίμεθα νόστοισθε νόστοιντο
ImperativeSingular νόστου νοστεῖσθω
Dual νόστεισθον νοστεῖσθων
Plural νόστεισθε νοστεῖσθων, νοστεῖσθωσαν
Infinitive νόστεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
νοστουμενος νοστουμενου νοστουμενη νοστουμενης νοστουμενον νοστουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to come or go back

  2. to return safe

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION