Ancient Greek-English Dictionary Language

νιφόβολος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νιφόβολος νιφόβολον

Structure: νιφοβολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ba/llw

Sense

  1. snow-stricken, snowclad

Examples

  • Τύριον οἶδμα λιποῦσ’ ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσασ ἀπὸ νάσου Φοίβῳ δούλα μελάθρων, ἵν’ ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοισ Παρνασοῦ κατενάσθη, Ιὄνιον κατὰ πόντον ἐλά‐ τᾳ πλεύσασα περιρρύτῳ ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίασ Ζεφύρου πνοαῖσ ἱππεύσαντοσ, ἐν οὐρανῷ κάλλιστον κελάδημα. (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 11)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION