- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νεόγαμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: neogamos 고전 발음: [네오가모] 신약 발음: [내오가모]

기본형: νεόγαμος νεόγαμον

형태분석: νεογαμ (어간) + ος (어미)

  1. newly married, a young husband or wife

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 νεόγαμος

(이)가

νεόγαμον

(것)가

속격 νεογάμου

(이)의

νεογάμου

(것)의

여격 νεογάμῳ

(이)에게

νεογάμῳ

(것)에게

대격 νεόγαμον

(이)를

νεόγαμον

(것)를

호격 νεόγαμε

(이)야

νεόγαμον

(것)야

쌍수주/대/호 νεογάμω

(이)들이

νεογάμω

(것)들이

속/여 νεογάμοιν

(이)들의

νεογάμοιν

(것)들의

복수주격 νεόγαμοι

(이)들이

νεόγαμα

(것)들이

속격 νεογάμων

(이)들의

νεογάμων

(것)들의

여격 νεογάμοις

(이)들에게

νεογάμοις

(것)들에게

대격 νεογάμους

(이)들을

νεόγαμα

(것)들을

호격 νεόγαμοι

(이)들아

νεόγαμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὅτι διὰ ταύτην, ὦ Αἰακέ, ἀπέθανον ἡμιτελῆ μὲν τὸν δόμον καταλιπών, χήραν τε τὴν νεόγαμον γυναῖκα. (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:2)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 2:2)

  • φήσει γὰρ αὐτὸς μὲν τοῦ ἐρᾶν τῷ Πάριδι ἴσως γεγενῆσθαι αἴτιος, τοῦ θανάτου δέ σοι οὐδένα ἄλλον, ὦ Πρωτεσίλαε, ἢ σεαυτόν, ὃς ἐκλαθόμενος τῆς νεογάμου γυναικός, ἐπει προσεφέρεσθε τῇ Τρῳάδι, οὕτως φιλοκινδύνως καὶ ἀπονενοημένως προεπήδησας τῶν ἄλλων δόξης ἐρασθείς, δἰ ἣν πρῶτος ἐν τῇ ἀποβάσει ἀπέθανες. (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:4)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 4:4)

  • Ἀλλ᾿ οὐ τοῦ ζῆν, Αἰ¨δωνεῦ, ἐρῶ ἔγωγε, τῆς γυναικὸς δέ, ἣν νεόγαμον ἔτι ἐν τῷ θαλάμῳ καταλιπὼν ᾠχόμην ἀποπλέων, εἶτα ὁ κακοδαίμων ἐν τῇ ἀποβάσει ἀπέθανον ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος. (Lucian, Dialogi mortuorum, 1:7)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 1:7)

  • πολλαὶ δὲ καὶ τῶν νεογάμων δυσχεράνασαι διὰ τὰ πρῶτα τοὺς νυμφίους· (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 2 2:2)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 2 2:2)

  • καὶ καθάπερ τοῦ κωμῳδουμένου Κλέωνος τὼ χεῖρ ἐν Αἰτωλοῖς, ὁ νοῦς δ ἐν Κλωπιδῶν, οὕτω τοῦ πολυπράγμονος ὁ νοῦς ἅμ, ἐν πλουσίων οἴκοις ἐστίν, ἐν δωματίοις πενήτων, ἐν αὐλαῖς βασιλέων, ἐν θαλάμοις νεογάμων: (Plutarch, De curiositate, section 41)

    (플루타르코스, De curiositate, section 41)

  • ἐπεὶ δὲ Μάρκελλος ἐτελεύτησε κομιδῆ νεόγαμος καὶ Καίσαρι γαμβρὸν ἔχοντα πίστιν οὐκ εὔπορον ἦν ἐκ τῶν ἄλλων φίλων ἑλέσθαι, λόγον ἡ Ὀκταουία προσήνεγκεν ὡς χρὴ τὴν Καίσαρος θυγατέρα λαβεῖν Ἀγρίππαν, ἀφέντα τὴν ἑαυτῆς. (Plutarch, Antony, chapter 87 2:2)

    (플루타르코스, Antony, chapter 87 2:2)

  • ὁ δὲ ἐτύγχανε νεόγαμός τε ὢν καὶ ὑπερφιλῶν τὴν γυναῖκα. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 40:2)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 1 40:2)

  • νεόγαμός τε γὰρ ἐστὶ καὶ ταῦτά οἱ νῦν μέλει. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 36 4:4)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 36 4:4)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION