Ancient Greek-English Dictionary Language

νεανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: νεανικός νεανική νεανικόν

Structure: νεανικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: neani/as

Sense

  1. youthful, fresh, active, vigorous, a fine large
  2. high-spirited, impetuous, dashing, generous, gay, the gayest, most dashing
  3. headstrong, wanton, insolent
  4. vehement, mighty
  5. vigorously
  6. violently, wantonly

Examples

  • οἵ τε τούτων συζυγεῖσ βρόχοισ ἀντὶ στεφέων τοὺσ αὐχένασ περιπεπλεγμένοι μετὰ ἀκμαίασ καὶ νεανικῆσ ἡλικίασ, ἀντὶ εὐωχίασ καὶ νεωτερικῆσ ραθυμίασ τὰσ ἐπιλοίπουσ τῶν γάμων ἡμέρασ ἐν θρήνοισ διῆγον, παρὰ πόδασ ἤδη τὸν ᾅδην ὁρῶντεσ κείμενον. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:8)
  • Ἐλαφηβολίων γὰρ ὄντων, εἰσ Υἅμπολιν ἐπὶ τὴν ἑορτὴν ἀφικνουμένουσ ἡμᾶσ εἱστία Φίλων ὁ ἰατρὸσ ἐκ παρασκευῆσ τινοσ, ὡσ ἐφαίνετο, νεανικῆσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 2:3)
  • ἢ οἰεί τὰ μεγάλα ἀδικήματα καὶ τὴν ἄκρατον πονηρίαν ἐκ φαύλησ ἀλλ’ οὐκ ἐκ νεανικῆσ φύσεωσ τροφῇ διολομένησ γίγνεσθαι, ἀσθενῆ δὲ φύσιν μεγάλων οὔτε ἀγαθῶν οὔτε κακῶν αἰτίαν ποτὲ ἔσεσθαι; (Plato, Republic, book 6 174:2)

Synonyms

  1. headstrong

  2. vehement

  3. violently

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION