헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νάρδος

2군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νάρδος νάρδου

형태분석: ναρδ (어간) + ος (어미)

어원: Prob. a foreign word.

  1. nard plant, spikenard, nardin, muskroot.
  2. nard oil, a highly prized ointment made from the plant.

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστω δὲ καὶ τῆσ Ῥίζησ τῆσ νάρδου βραχὺ ξὺν τοῖσι τέττιξι ἀφεψηθεῖσι . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 296)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 296)

  • ἔχειν δὲ τὴν ἔρημον ταύτην καὶ νάρδου ῥίζαν πολλήν τε καὶ εὐόδμον καὶ ταύτην ξυλλέγειν τοὺσ Φοίνικασ· (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 22 5:1)

    (아리아노스, Anabasis, book 6, chapter 22 5:1)

  • Καὶ ὄντοσ αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνοσ τοῦ λεπροῦ κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆσ πολυτελοῦσ συντρίψασα τὴν ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ τῆσ κεφαλῆσ. (, chapter 10 191:1)

    (, chapter 10 191:1)

  • ἡ οὖν Μαριὰμ λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆσ πολυτίμου ἤλειψεν τοὺσ πόδασ [τοῦ] Ιἠσοῦ καὶ ἐξέμαξεν ταῖσ θριξὶν αὐτῆσ τοὺσ πόδασ αὐτοῦ· (, chapter 6 346:1)

    (, chapter 6 346:1)

  • ἀρωματοφόροσ δὲ νάρδου μάλιστα καὶ σμύρνησ, ὥστε τὴν Ἀλεξάνδρου στρατιὰν ὁδεύουσαν ἀντὶ ὀρόφου καὶ στρωμάτων τούτοισ χρῆσθαι, εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο· (Strabo, Geography, book 15, chapter 2 6:2)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 2 6:2)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION