Ancient Greek-English Dictionary Language

μηχανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μηχανικός μηχανικά̄ μηχανικόν

Structure: μηχανικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. ingenious, resourceful
  2. of or pertaining to machines, mechanical

Examples

  • ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶσ οὐδενὸσ τὰσ χεῖρασ προσάγοντοσ καὶ σπεῖσαν ἐκ χρυσῆσ φιάλησ γάλα πάλιν ἐκάθητο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:123)
  • κατὰ δὲ μέσον τὸ μῆκοσ εἶχον πόλον ἐνηρμοσμένον μηχανικῶσ ἐν μέσῃ τῇ καμάρᾳ, ὥστε δύνασθαι διὰ τούτου τὴν καμάραν ἀσάλευτον εἶναι κατὰ τοὺσ σεισμοὺσ καὶ ἀνωμάλουσ τόπουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 27 4:1)
  • ἦσαν γὰρ ὑπὸ τὴν γῆν μηχανικῶσ κεκηδευμέναι πρὸσ τὸ μὴ φανεραὶ εἶναι τοῖσ εἰσ τὸ μνῆμα εἰσιοῦσιν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 485:3)

Synonyms

  1. ingenious

  2. of or pertaining to machines

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION