Ancient Greek-English Dictionary Language

μηχανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μηχανικός μηχανικά̄ μηχανικόν

Structure: μηχανικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. ingenious, resourceful
  2. of or pertaining to machines, mechanical

Examples

  • καὶ Θαλῆσ δὲ ὁ Μιλήσιοσ πρὸ αὐτῶν ὑποσχόμενοσ Κροίσῳ ἄβροχον διαβιβάσειν τὸν στρατὸν ἐπινοίᾳ κατόπιν τοῦ στρατοπέδου μιᾷ νυκτὶ τὸν Ἅλυν περιήγαγεν, οὐ μηχανικὸσ οὗτοσ γενόμενοσ, σοφὸσ δὲ καὶ ἐπινοῆσαι καὶ συνεῖναι πιθανώτατοσ. (Lucian, (no name) 2:5)
  • ὡσ δὲ περὶ τὸν καθελκυσμὸν αὐτοῦ τὸν εἰσ τὴν θάλασσαν πολλὴ ζήτησισ ἦν, Ἀρχιμήδησ ὁ μηχανικὸσ μόνοσ αὐτὸ κατήγαγε δι’ ὀλίγων σωμάτων, κατασκευάσασ γὰρ ἕλικα τὸ τηλικοῦτον σκάφοσ εἰσ τὴν θάλασσαν κατήγαγε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 40 3:2)
  • κατήγαγε δ’ αὐτὸν ἐπὶ θάλατταν Φιλέασ ὁ Ταυρομενίτησ μηχανικόσ, ἡ δὲ ἀντλία καίπερ βάθοσ ὑπερβάλλον ἔχουσα δι’ ἑνὸσ ἀνδρὸσ ἐξηντλεῖτο διὰ κοχλίου, Ἀρχιμήδουσ ἐξευρόντοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 43 4:1)

Synonyms

  1. ingenious

  2. of or pertaining to machines

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION