Ancient Greek-English Dictionary Language

μέταλλον

Second declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μέταλλον μετάλλου

Structure: μεταλλ (Stem) + ον (Ending)

Etym.: Prob., like metalla/w, from met' a)/lla, a search for other things.

Sense

  1. A mine, quarry, or salt pit
  2. metal

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • φησὶ γὰρ ὁ λέγων ἐπ’ Εὐβούλου μὲν μισθώσασθαι τὸ μέταλλον, τρία δὲ ἔτη ἐργασάμενοσ, ἐκβαλλόμενοσ ὑπὸ τοῦ πλησίον ἔχοντοσ μέταλλα, λαχεῖν αὐτῷ τὴν δίκην κατὰ Νικόμαχον ἄρχοντα, Δεινάρχου ἓν καὶ εἰκοστὸν ἔτοσ ἔχοντοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, , chapter 13 3:1)
  • παῦε, ὦ Μίδα βέλτιστε, χρυσολογῶν ἀτεχνῶσ γὰρ ἐκ τῆσ ἐκείνου σοι εὐχῆσ τὸ ἐνύπνιον καὶ μέταλλα ὅλα χρύσεια κεκοιμῆσθαί μοι δοκεῖσ. (Lucian, Gallus, (no name) 6:14)
  • ἀλλὰ σχελίδασ ἐδηδοκὼσ ὠνήσομαι μέταλλα. (Aristotle, Agon, epirrheme29)
  • οὐ γὰρ τὰ ἐκ Περσῶν καὶ Βαβυλῶνοσ λαβοῦσα χρήματα ἢ μέταλλα ἐργασαμένη ἢ Πακτωλὸν ἔχουσα χρυσοῦ ψῆγμα καταφέροντα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 362)
  • τὸ δ’ ὑμνούμενον ἐκεῖνο τοῦ πλούτου κέρασ ἔχει διὰ χειρόσ, οὐκ ὀπώρασ ἀεὶ θαλλούσησ μεστόν, ἀλλ’ ὅσα φέρει πᾶσα γῆ πᾶσα δὲ θάλαττα καὶ ποταμοὶ καὶ μέταλλα καὶ λιμένεσ, ἄφθονα καὶ ῥύδην ἐπιχεαμένη. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 2:4)

Synonyms

  1. metal

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION