Ancient Greek-English Dictionary Language

μετακομίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μετακομίζω μετακομίσω

Structure: μετα (Prefix) + κομίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to transport, to cause to be carried over

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακομίζω μετακομίζεις μετακομίζει
Dual μετακομίζετον μετακομίζετον
Plural μετακομίζομεν μετακομίζετε μετακομίζουσιν*
SubjunctiveSingular μετακομίζω μετακομίζῃς μετακομίζῃ
Dual μετακομίζητον μετακομίζητον
Plural μετακομίζωμεν μετακομίζητε μετακομίζωσιν*
OptativeSingular μετακομίζοιμι μετακομίζοις μετακομίζοι
Dual μετακομίζοιτον μετακομιζοίτην
Plural μετακομίζοιμεν μετακομίζοιτε μετακομίζοιεν
ImperativeSingular μετακόμιζε μετακομιζέτω
Dual μετακομίζετον μετακομιζέτων
Plural μετακομίζετε μετακομιζόντων, μετακομιζέτωσαν
Infinitive μετακομίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακομιζων μετακομιζοντος μετακομιζουσα μετακομιζουσης μετακομιζον μετακομιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακομίζομαι μετακομίζει, μετακομίζῃ μετακομίζεται
Dual μετακομίζεσθον μετακομίζεσθον
Plural μετακομιζόμεθα μετακομίζεσθε μετακομίζονται
SubjunctiveSingular μετακομίζωμαι μετακομίζῃ μετακομίζηται
Dual μετακομίζησθον μετακομίζησθον
Plural μετακομιζώμεθα μετακομίζησθε μετακομίζωνται
OptativeSingular μετακομιζοίμην μετακομίζοιο μετακομίζοιτο
Dual μετακομίζοισθον μετακομιζοίσθην
Plural μετακομιζοίμεθα μετακομίζοισθε μετακομίζοιντο
ImperativeSingular μετακομίζου μετακομιζέσθω
Dual μετακομίζεσθον μετακομιζέσθων
Plural μετακομίζεσθε μετακομιζέσθων, μετακομιζέσθωσαν
Infinitive μετακομίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακομιζομενος μετακομιζομενου μετακομιζομενη μετακομιζομενης μετακομιζομενον μετακομιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακομίσω μετακομίσεις μετακομίσει
Dual μετακομίσετον μετακομίσετον
Plural μετακομίσομεν μετακομίσετε μετακομίσουσιν*
OptativeSingular μετακομίσοιμι μετακομίσοις μετακομίσοι
Dual μετακομίσοιτον μετακομισοίτην
Plural μετακομίσοιμεν μετακομίσοιτε μετακομίσοιεν
Infinitive μετακομίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακομισων μετακομισοντος μετακομισουσα μετακομισουσης μετακομισον μετακομισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετακομίσομαι μετακομίσει, μετακομίσῃ μετακομίσεται
Dual μετακομίσεσθον μετακομίσεσθον
Plural μετακομισόμεθα μετακομίσεσθε μετακομίσονται
OptativeSingular μετακομισοίμην μετακομίσοιο μετακομίσοιτο
Dual μετακομίσοισθον μετακομισοίσθην
Plural μετακομισοίμεθα μετακομίσοισθε μετακομίσοιντο
Infinitive μετακομίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετακομισομενος μετακομισομενου μετακομισομενη μετακομισομενης μετακομισομενον μετακομισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to transport

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION