헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετακαλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετακαλέω μετακαλέσω

형태분석: μετα (접두사) + καλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 폐지하다, 생각나게 하다, 상기하다, 회상하다
  2. 불러오다, 불러들이다
  1. to call away to another place, to call back, recall
  2. to call in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετακαλῶ

(나는) 폐지한다

μετακαλεῖς

(너는) 폐지한다

μετακαλεῖ

(그는) 폐지한다

쌍수 μετακαλεῖτον

(너희 둘은) 폐지한다

μετακαλεῖτον

(그 둘은) 폐지한다

복수 μετακαλοῦμεν

(우리는) 폐지한다

μετακαλεῖτε

(너희는) 폐지한다

μετακαλοῦσιν*

(그들은) 폐지한다

접속법단수 μετακαλῶ

(나는) 폐지하자

μετακαλῇς

(너는) 폐지하자

μετακαλῇ

(그는) 폐지하자

쌍수 μετακαλῆτον

(너희 둘은) 폐지하자

μετακαλῆτον

(그 둘은) 폐지하자

복수 μετακαλῶμεν

(우리는) 폐지하자

μετακαλῆτε

(너희는) 폐지하자

μετακαλῶσιν*

(그들은) 폐지하자

기원법단수 μετακαλοῖμι

(나는) 폐지하기를 (바라다)

μετακαλοῖς

(너는) 폐지하기를 (바라다)

μετακαλοῖ

(그는) 폐지하기를 (바라다)

쌍수 μετακαλοῖτον

(너희 둘은) 폐지하기를 (바라다)

μετακαλοίτην

(그 둘은) 폐지하기를 (바라다)

복수 μετακαλοῖμεν

(우리는) 폐지하기를 (바라다)

μετακαλοῖτε

(너희는) 폐지하기를 (바라다)

μετακαλοῖεν

(그들은) 폐지하기를 (바라다)

명령법단수 μετακάλει

(너는) 폐지해라

μετακαλείτω

(그는) 폐지해라

쌍수 μετακαλεῖτον

(너희 둘은) 폐지해라

μετακαλείτων

(그 둘은) 폐지해라

복수 μετακαλεῖτε

(너희는) 폐지해라

μετακαλούντων, μετακαλείτωσαν

(그들은) 폐지해라

부정사 μετακαλεῖν

폐지하는 것

분사 남성여성중성
μετακαλων

μετακαλουντος

μετακαλουσα

μετακαλουσης

μετακαλουν

μετακαλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετακαλοῦμαι

(나는) 폐지된다

μετακαλεῖ, μετακαλῇ

(너는) 폐지된다

μετακαλεῖται

(그는) 폐지된다

쌍수 μετακαλεῖσθον

(너희 둘은) 폐지된다

μετακαλεῖσθον

(그 둘은) 폐지된다

복수 μετακαλούμεθα

(우리는) 폐지된다

μετακαλεῖσθε

(너희는) 폐지된다

μετακαλοῦνται

(그들은) 폐지된다

접속법단수 μετακαλῶμαι

(나는) 폐지되자

μετακαλῇ

(너는) 폐지되자

μετακαλῆται

(그는) 폐지되자

쌍수 μετακαλῆσθον

(너희 둘은) 폐지되자

μετακαλῆσθον

(그 둘은) 폐지되자

복수 μετακαλώμεθα

(우리는) 폐지되자

μετακαλῆσθε

(너희는) 폐지되자

μετακαλῶνται

(그들은) 폐지되자

기원법단수 μετακαλοίμην

(나는) 폐지되기를 (바라다)

μετακαλοῖο

(너는) 폐지되기를 (바라다)

μετακαλοῖτο

(그는) 폐지되기를 (바라다)

쌍수 μετακαλοῖσθον

(너희 둘은) 폐지되기를 (바라다)

μετακαλοίσθην

(그 둘은) 폐지되기를 (바라다)

복수 μετακαλοίμεθα

(우리는) 폐지되기를 (바라다)

μετακαλοῖσθε

(너희는) 폐지되기를 (바라다)

μετακαλοῖντο

(그들은) 폐지되기를 (바라다)

명령법단수 μετακαλοῦ

(너는) 폐지되어라

μετακαλείσθω

(그는) 폐지되어라

쌍수 μετακαλεῖσθον

(너희 둘은) 폐지되어라

μετακαλείσθων

(그 둘은) 폐지되어라

복수 μετακαλεῖσθε

(너희는) 폐지되어라

μετακαλείσθων, μετακαλείσθωσαν

(그들은) 폐지되어라

부정사 μετακαλεῖσθαι

폐지되는 것

분사 남성여성중성
μετακαλουμενος

μετακαλουμενου

μετακαλουμενη

μετακαλουμενης

μετακαλουμενον

μετακαλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετακαλέσω

(나는) 폐지하겠다

μετακαλέσεις

(너는) 폐지하겠다

μετακαλέσει

(그는) 폐지하겠다

쌍수 μετακαλέσετον

(너희 둘은) 폐지하겠다

μετακαλέσετον

(그 둘은) 폐지하겠다

복수 μετακαλέσομεν

(우리는) 폐지하겠다

μετακαλέσετε

(너희는) 폐지하겠다

μετακαλέσουσιν*

(그들은) 폐지하겠다

기원법단수 μετακαλέσοιμι

(나는) 폐지하겠기를 (바라다)

μετακαλέσοις

(너는) 폐지하겠기를 (바라다)

μετακαλέσοι

(그는) 폐지하겠기를 (바라다)

쌍수 μετακαλέσοιτον

(너희 둘은) 폐지하겠기를 (바라다)

μετακαλεσοίτην

(그 둘은) 폐지하겠기를 (바라다)

복수 μετακαλέσοιμεν

(우리는) 폐지하겠기를 (바라다)

μετακαλέσοιτε

(너희는) 폐지하겠기를 (바라다)

μετακαλέσοιεν

(그들은) 폐지하겠기를 (바라다)

부정사 μετακαλέσειν

폐지할 것

분사 남성여성중성
μετακαλεσων

μετακαλεσοντος

μετακαλεσουσα

μετακαλεσουσης

μετακαλεσον

μετακαλεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετακαλέσομαι

(나는) 폐지되겠다

μετακαλέσει, μετακαλέσῃ

(너는) 폐지되겠다

μετακαλέσεται

(그는) 폐지되겠다

쌍수 μετακαλέσεσθον

(너희 둘은) 폐지되겠다

μετακαλέσεσθον

(그 둘은) 폐지되겠다

복수 μετακαλεσόμεθα

(우리는) 폐지되겠다

μετακαλέσεσθε

(너희는) 폐지되겠다

μετακαλέσονται

(그들은) 폐지되겠다

기원법단수 μετακαλεσοίμην

(나는) 폐지되겠기를 (바라다)

μετακαλέσοιο

(너는) 폐지되겠기를 (바라다)

μετακαλέσοιτο

(그는) 폐지되겠기를 (바라다)

쌍수 μετακαλέσοισθον

(너희 둘은) 폐지되겠기를 (바라다)

μετακαλεσοίσθην

(그 둘은) 폐지되겠기를 (바라다)

복수 μετακαλεσοίμεθα

(우리는) 폐지되겠기를 (바라다)

μετακαλέσοισθε

(너희는) 폐지되겠기를 (바라다)

μετακαλέσοιντο

(그들은) 폐지되겠기를 (바라다)

부정사 μετακαλέσεσθαι

폐지될 것

분사 남성여성중성
μετακαλεσομενος

μετακαλεσομενου

μετακαλεσομενη

μετακαλεσομενης

μετακαλεσομενον

μετακαλεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεκάλουν

(나는) 폐지하고 있었다

μετεκάλεις

(너는) 폐지하고 있었다

μετεκάλειν*

(그는) 폐지하고 있었다

쌍수 μετεκαλεῖτον

(너희 둘은) 폐지하고 있었다

μετεκαλείτην

(그 둘은) 폐지하고 있었다

복수 μετεκαλοῦμεν

(우리는) 폐지하고 있었다

μετεκαλεῖτε

(너희는) 폐지하고 있었다

μετεκάλουν

(그들은) 폐지하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεκαλούμην

(나는) 폐지되고 있었다

μετεκαλοῦ

(너는) 폐지되고 있었다

μετεκαλεῖτο

(그는) 폐지되고 있었다

쌍수 μετεκαλεῖσθον

(너희 둘은) 폐지되고 있었다

μετεκαλείσθην

(그 둘은) 폐지되고 있었다

복수 μετεκαλούμεθα

(우리는) 폐지되고 있었다

μετεκαλεῖσθε

(너희는) 폐지되고 있었다

μετεκαλοῦντο

(그들은) 폐지되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 폐지하다

  2. 불러오다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION