μεστόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
μεστόω
Structure:
μεστό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to fill full of, to be filled or full of
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τότε δὲ πολλῶν βοηθούντων ἐπίδοξοσ ἦν ὑπατεύσειν, ὑπατεύων δὲ καταλύσειν τὸν Γάιον, ἤδη τρόπον τινὰ τῆσ δυνάμεωσ αὐτοῦ μαραινομένησ καὶ τοῦ δήμου μεστοῦ γεγονότοσ τῶν τοιούτων πολιτευμάτων διὰ τὸ πολλοὺσ τοὺσ πρὸσ χάριν δημαγωγοῦντασ εἶναι καὶ τὴν βουλὴν ὑπείκειν ἑκοῦσαν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 11 3:1)
- ἤδη δ’ ὄντοσ μεστοῦ τοῦ στρατοπέδου αὐτοῖσ πολλῶν αἰχμαλώτων, καταμαθόντεσ οἱ Βιθυνοὶ ὅσοι τ’ ἐξῇσαν καὶ ὅσουσ κατέλιπον Ἕλληνασ φύλακασ, συλλεγέντεσ παμπλήθεισ πελτασταὶ καὶ ἱππεῖσ ἅμ’ ἡμέρᾳ προσπίπτουσι τοῖσ ὁπλίταισ ὡσ διακοσίοισ οὖσιν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 5:1)
- οὐ γὰρ οὕτω γ’ ἀναίσθητοσ οὐδεὶσ οὐδ’ ἔξω τοῦ φρονεῖν, ὅστισ ἑνὸσ μὲν ἔθνουσ καὶ τούτου κακῶν μεστοῦ καὶ οὗ μυρίοι βασιλεῖσ ἤδη γεγόνασιν, ἀγάλλεσθαι κρατοῦντ’ αὐτὸν ἡγεῖται, τῆσ δ’ Ἑλλάδοσ, ἣ μόνη τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον οὐδένα πώποτ’ ἔσχεν αὑτῆσ κύριον, ταύτησ δ’ οὔτ’ ἐπιθυμεῖν βασιλέα κληθῆναι οὔθ’ ἃ πράττει πρὸσ ἄλλο τι τῶν πάντων ἔχειν τὴν ἀναφορὰν, ἢ ταῦτ’ ἐφεξῆσ τὰ ῥήματα συνθεῖναι, Βασιλεὺσ Ἑλλήνων Φίλιπποσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 3:14)
Synonyms
-
to fill full of
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- πληρόω (fill, make full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἀναπίμπλημι (having filled up the full measure)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- γέμω (to be full of)
- βρύω ( to be full of)
- γέμω (to be full)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)