μεστόω
ο-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
μεστόω
Structure:
μεστό
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to fill full of, to be filled or full of
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἦν δὲ τὸ μηχάνημα τοῦτο ἀνδρὶ μὲν οἱῴ σοί, εἰ δὲ μὴ φορτικὸν εἰπεῖν, καὶ οἱῴ ἐμοί, πρόδηλον καὶ γνῶναι ῥᾴδιον, τοῖσ δὲ ἰδιώταισ καὶ κορύζησ μεστοῖσ τὴν ῥῖνα τεράστιον καὶ πάνυ ἀπίστῳ ὅμοιον. (Lucian, Alexander, (no name) 20:1)
- ἔστιν δή τισ τρόποσ τοῦ περὶ τὰ τοιαῦτα πεῖραν λαμβάνειν οὐκ ἀγεννὴσ ἀλλ’ ὄντωσ τυράννοισ πρέπων, ἄλλωσ τε καὶ τοῖσ τῶν παρακουσμάτων μεστοῖσ, ὃ δὴ κἀγὼ Διονύσιον εὐθὺσ ἐλθὼν ᾐσθόμην καὶ μάλα πεπονθότα. (Plato, Epistles, Letter 7 109:2)
- ἐν δὲ τοῖσ μεστοῖσ ὁ οἶνοσ αὐτὸσ ὑφ’ αὑτοῦ συνέχεται, πολὺ τοῦ φθείροντοσ ἔξωθεν μὴ παραδεχόμενοσ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 10:2)
- ὁ δ’ Ἀντώνιοσ τοὺσ ἑτέρουσ ἐπὶ τὰσ ναῦσ ἐπιβήσασ Ἀπολλωνίαν μὲν παρέπλευσεν, ἱστίοισ μεστοῖσ ἐπιπνέοντοσ ἀνέμου· (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 9 3:3)
- ἔτι δ’ οὐ Διοσκούροισ, οὐδὲ Θησεῖ τῷ Ποσειδῶνοσ, οὐδ’ Ἡρακλεῖ τῷ κοινῷ πάντων προστάτῃ, οὐδὲ τοῖσ ἀρίστοισ καὶ δικαιοτάτοισ τῶν ἡμιθέων ὑπακοῦσαι κίνδυνοσ ἦν, ἀλλ’ ἀνθρώποισ ὕβρεων καὶ κακῶν μεστοῖσ, ὑφ’ ὧν ἀγαθὸν μὲν οὐδ’ ὁτιοῦν ἔμελλον δή που μαθήσεσθαι, πάντα δὲ πείσεσθαι τὰ αἴσχιστα καὶ δεινότατα. (Aristides, Aelius, Orationes, 86:10)
Synonyms
-
to fill full of
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- πληρόω (fill, make full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἀναπίμπλημι (having filled up the full measure)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- γέμω (to be full of)
- βρύω ( to be full of)
- γέμω (to be full)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)