Ancient Greek-English Dictionary Language

μεθυστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μεθυστικός μεθυστική μεθυστικόν

Structure: μεθυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mequ/skw

Sense

  1. intoxicating
  2. given to wine

Examples

  • ἀλλ’ ἐν Σπάρτῃ γυμναστικόσ, εὐτελήσ, σκυθρωπόσ, ἐν Ιὠνίᾳ χλιδανόσ, ἐπιτερπήσ, ῥᾴθυμοσ, ἐν Θράκῃ μεθυστικόσ, ἐν Θετταλοῖσ ἱππαστικόσ, Τισαφέρνῃ δὲ τῷ σατράπῃ συνὼν ὑπερέβαλεν ὄγκῳ καὶ πολυτελείᾳ τὴν Περσικὴν μεγαλοπρέπειαν, οὐχ αὑτὸν ἐξιστὰσ οὕτω ῥᾳδίωσ εἰσ ἕτερον ἐξ ἑτέρου τρόπον, οὐδὲ πᾶσαν δεχόμενοσ τῷ ἤθει μεταβολήν, ἀλλ’ ὅτι τῇ φύσει χρώμενοσ ἔμελλε λυπεῖν τοὺσ ἐντυγχάνοντασ, εἰσ πᾶν ἀεὶ τὸ πρόσφορον ἐκείνοισ σχῆμα καὶ πλάσμα κατεδύετο καὶ κατέφευγεν. (Plutarch, , chapter 23 5:1)
  • τυραννικὸσ δέ, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ δαιμόνιε, ἀνὴρ ἀκριβῶσ γίγνεται, ὅταν ἢ φύσει ἢ ἐπιτηδεύμασιν ἢ ἀμφοτέροισ μεθυστικόσ τε καὶ ἐρωτικὸσ καὶ μελαγχολικὸσ γένηται. (Plato, Republic, book 9 47:1)

Synonyms

  1. intoxicating

  2. given to wine

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION