Ancient Greek-English Dictionary Language

μεθυστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μεθυστικός μεθυστική μεθυστικόν

Structure: μεθυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mequ/skw

Sense

  1. intoxicating
  2. given to wine

Examples

  • "οὔτε γὰρ ὁ οἶνοσ ὡσαύτωσ ἀεὶ τὸν μεθυστικὸν οὔθ’ ὁ αὐλὸσ τὸν ἐνθουσιαστικὸν ὁμοίωσ διατίθησιν, ἀλλὰ νῦν μὲν ἧττον οἱ αὐτοὶ νῦν δὲ μᾶλλον ἐκβακχεύονται καὶ παροινοῦσι, τῆσ κράσεωσ ἐν αὐτοῖσ ἑτέρασ γενομένησ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 509)
  • "αὐτοῦ μιγνύμενοσ εἰσ τὸν οἶνον μεθυστικὸν ποιεῖ καὶ ταρακτικὸν τῷ πυροῦθαι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 2:3)
  • "σὺ δ’ ἀξιοῖσ τοῦ νυκτερινοῦ καὶ μελαναιγίδοσ ἐμφορεῖσθαι, καὶ ψέγεισ τὴν κάθαρσιν ὥσπερ χολημεσίαν δι’ ἧσ τὸ βαρὺ καὶ μεθυστικὸν ἀφιεὶσ καὶ νοσῶδεσ ἐλαφρὸσ καὶ ἄνευ ὀργῆσ; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 5:2)

Synonyms

  1. intoxicating

  2. given to wine

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION