헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαργαρίτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μαργαρίτης μαργαρίτου

형태분석: μαργαριτ (어간) + ης (어미)

어원: A Persian word.

  1. 진주, 구슬
  1. pearl
  2. a type of Egyptian plant

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μαργαρίτης

진주가

μαργαρίτᾱ

진주들이

μαργαρίται

진주들이

속격 μαργαρίτου

진주의

μαργαρίταιν

진주들의

μαργαριτῶν

진주들의

여격 μαργαρίτῃ

진주에게

μαργαρίταιν

진주들에게

μαργαρίταις

진주들에게

대격 μαργαρίτην

진주를

μαργαρίτᾱ

진주들을

μαργαρίτᾱς

진주들을

호격 μαργαρίτα

진주야

μαργαρίτᾱ

진주들아

μαργαρίται

진주들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ που κάλλιστον ὁρ́μον εἶδεσ ἐκ τῶν στιλπνοτάτων καὶ ἰσομεγεθῶν μαργαριτῶν, οὕτωσ ἐπὶ στίχου ἐπεφύκεσαν ἐκοσμοῦντο δὲ μάλιστα τῷ τῶν χειλῶν ἐρυθήματι. (Lucian, Imagines, (no name) 9:9)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 9:9)

  • περὶ δὲ τῶν κατὰ τὴν Ἰνδικὴν γινομένων ὀστρέων ‐ ου’ γὰρ ἄκαιρον καὶ τούτων μνησθῆναι διὰ τὴν τῶν μαργαριτῶν χρῆσιν Θεόφραστοσ μὲν ἐν τῷ περὶ λίθων γράφει οὕτωσ · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 451)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 451)

  • φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων καὶ ἀνθράκων παντοίων, καθάπερ τῶν μαργαριτῶν. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 134:7)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 134:7)

유의어

  1. a type of Egyptian plant

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION