- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαργαρίτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: margaritēs 고전 발음: [가리떼:] 신약 발음: [가리떼]

기본형: μαργαρίτης μαργαρίτου

형태분석: μαργαριτ (어간) + ης (어미)

어원: A Persian word.

  1. 진주, 구슬
  1. pearl
  2. a type of Egyptian plant

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μαργαρίτης

진주가

μαργαρίτα

진주들이

μαργαρίται

진주들이

속격 μαργαρίτου

진주의

μαργαρίταιν

진주들의

μαργαριτῶν

진주들의

여격 μαργαρίτῃ

진주에게

μαργαρίταιν

진주들에게

μαργαρίταις

진주들에게

대격 μαργαρίτην

진주를

μαργαρίτα

진주들을

μαργαρίτας

진주들을

호격 μαργαρίτα

진주야

μαργαρίτα

진주들아

μαργαρίται

진주들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ που κάλλιστον ὁρ´μον εἶδες ἐκ τῶν στιλπνοτάτων καὶ ἰσομεγεθῶν μαργαριτῶν, οὕτως ἐπὶ στίχου ἐπεφύκεσαν ἐκοσμοῦντο δὲ μάλιστα τῷ τῶν χειλῶν ἐρυθήματι. (Lucian, Imagines, (no name) 9:9)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 9:9)

  • ὅντινα καὶ ἐς τοῦτο ἔτι οἵ τε ἐξ Ἰνδῶν τῆς χώρης τὰ ἀγώγιμα παῤ ἡμέας ἀγινέοντες σπουδῇ ὠνεόμενοι ἐκκομίζουσι, καὶ Ἑλλήνων δὲ πάλαι καὶ Ῥωμαίων νῦν ὅσοι πολυκτέανοι καὶ εὐδαίμονες μέζονι ἔτι σπουδῇ ὠνέονται τὸν μαργαρίτην δὴ τὰν θαλάσσιον οὕτω τῇ Ἰνδῶν γλώσσῃ καλεόμενον. (Arrian, Indica, chapter 8 9:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 8 9:1)

  • τὸν γὰρ Ἡρακλέα, ὡς καλόν οἱ ἐφάνη τὸ φόρημα, ἐκ πάσης θαλάσσης ἐς τὴν Ἰνδῶν δυναγινέειν τὸν μαργαρίτην δὴ τοῦτον, τῇ θυγατρὶ τῇ ἑωυτοῦ εἶναι κόσμον. (Arrian, Indica, chapter 8 10:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 8 10:1)

  • καὶ εἶναι γὰρ καὶ παῤ Ἰνδοῖσι τὸν μαργαρίτην τριστάσιον κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον τὸ ἄπεφθον, καὶ τοῦτο ἐν τῇ Ἰνδῶν γῇ ὀρυσσόμενον. (Arrian, Indica, chapter 8 13:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 8 13:1)

  • ὑπὸ δὲ τὴν ἑώ ἐς ἄλλην νῆσον πλώσαντες ὁρμίζονται οἰκεομένην, ἵνα καὶ μαργαρίτην θηρᾶσθαι λέγει Νέαρχος κατάπερ ἐν τῇ Ἰνδῶν θαλάσσῃ. (Arrian, Indica, chapter 38 3:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 38 3:1)

  • "τῶν θαυμαζομένων δὲ λίθων ἐστὶν καὶ ὁ μαργαρίτης καλούμενος, διαφανὴς μὲν τῇ φύσει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 452)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 452)

  • λέγει δὲ καὶ ἐν ἀρχῇ τοῦ Περσικοῦ παράπλου νῆσον, ἐν ᾗ μαργαρίτης πολὺς καὶ πολυτίμητός ἐστιν, ἐν ἄλλαις δὲ ψῆφοι τῶν διαυγῶν καὶ λαμπρῶν: (Strabo, Geography, book 16, chapter 3 14:5)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 3 14:5)

유의어

  1. a type of Egyptian plant

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION