헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λυμαίνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λυμαίνομαι

형태분석: λυμαίν (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: lu/mh

  1. 함부로 다루다, 혹사하다, 학대하다
  1. to treat with indignity, to outrage, to maltreat, used to murder, spoils
  2. to inflict indignities or outrages upon
  3. to cause ruin

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λυμαίνομαι

(나는) 함부로 다룬다

λυμαίνει, λυμαίνῃ

(너는) 함부로 다룬다

λυμαίνεται

(그는) 함부로 다룬다

쌍수 λυμαίνεσθον

(너희 둘은) 함부로 다룬다

λυμαίνεσθον

(그 둘은) 함부로 다룬다

복수 λυμαινόμεθα

(우리는) 함부로 다룬다

λυμαίνεσθε

(너희는) 함부로 다룬다

λυμαίνονται

(그들은) 함부로 다룬다

접속법단수 λυμαίνωμαι

(나는) 함부로 다루자

λυμαίνῃ

(너는) 함부로 다루자

λυμαίνηται

(그는) 함부로 다루자

쌍수 λυμαίνησθον

(너희 둘은) 함부로 다루자

λυμαίνησθον

(그 둘은) 함부로 다루자

복수 λυμαινώμεθα

(우리는) 함부로 다루자

λυμαίνησθε

(너희는) 함부로 다루자

λυμαίνωνται

(그들은) 함부로 다루자

기원법단수 λυμαινοίμην

(나는) 함부로 다루기를 (바라다)

λυμαίνοιο

(너는) 함부로 다루기를 (바라다)

λυμαίνοιτο

(그는) 함부로 다루기를 (바라다)

쌍수 λυμαίνοισθον

(너희 둘은) 함부로 다루기를 (바라다)

λυμαινοίσθην

(그 둘은) 함부로 다루기를 (바라다)

복수 λυμαινοίμεθα

(우리는) 함부로 다루기를 (바라다)

λυμαίνοισθε

(너희는) 함부로 다루기를 (바라다)

λυμαίνοιντο

(그들은) 함부로 다루기를 (바라다)

명령법단수 λυμαίνου

(너는) 함부로 다루어라

λυμαινέσθω

(그는) 함부로 다루어라

쌍수 λυμαίνεσθον

(너희 둘은) 함부로 다루어라

λυμαινέσθων

(그 둘은) 함부로 다루어라

복수 λυμαίνεσθε

(너희는) 함부로 다루어라

λυμαινέσθων, λυμαινέσθωσαν

(그들은) 함부로 다루어라

부정사 λυμαίνεσθαι

함부로 다루는 것

분사 남성여성중성
λυμαινομενος

λυμαινομενου

λυμαινομενη

λυμαινομενης

λυμαινομενον

λυμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλυμαινόμην

(나는) 함부로 다루고 있었다

ἐλυμαίνου

(너는) 함부로 다루고 있었다

ἐλυμαίνετο

(그는) 함부로 다루고 있었다

쌍수 ἐλυμαίνεσθον

(너희 둘은) 함부로 다루고 있었다

ἐλυμαινέσθην

(그 둘은) 함부로 다루고 있었다

복수 ἐλυμαινόμεθα

(우리는) 함부로 다루고 있었다

ἐλυμαίνεσθε

(너희는) 함부로 다루고 있었다

ἐλυμαίνοντο

(그들은) 함부로 다루고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ γὰρ τὰ ὀθόνια ῥύμμασι καὶ χαλαστραίοισ πλυνόμενα μᾶλλον ἐκτρίβεται τῶν ὑδατοκλύστων, οὕτωσ οἱ μετὰ φαρμάκων ἔμετοι λυμαίνονται τῷ σώματι καὶ διαφθείρουσιν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 22 11:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 22 11:1)

  • οἱ δὲ δήπου τὸ πρῶτον μανθάνοντεσ κιθαρίζειν καὶ τὰσ λύρασ λυμαίνονται· (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 2 14:2)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 2 14:2)

  • ἔχω δ’ ἐπιδεῖξαι καὶ γυναιξὶ ταῖσ γαμεταῖσ τοὺσ μὲν οὕτω χρωμένουσ ὥστε συνεργοὺσ ἔχειν αὐτὰσ εἰσ τὸ συναύξειν τοὺσ οἴκουσ, τοὺσ δὲ ᾗ ὅτι πλεῖστον λυμαίνονται. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 3 11:3)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 3 11:3)

  • ἐπεὶ δ’ ἡ μὲν οἰκεία ἡδονὴ ἐξακριβοῖ τὰσ ἐνεργείασ καὶ χρονιωτέρασ καὶ βελτίουσ ποιεῖ, αἱ δ’ ἀλλότριαι λυμαίνονται, δῆλον ὡσ πολὺ διεστᾶσιν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 60:2)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 60:2)

  • ἃ χρὴ διαμνημονεύοντασ ὑμᾶσ μισεῖν τοὺσ τὰ παράνομα γράφοντασ, καὶ μηδὲν ἡγεῖσθαι μικρὸν εἶναι τῶν τοιούτων ἀδικημάτων, ἀλλ’ ἕκαστον ὑπερμέγεθεσ, καὶ τοῦθ’ ὑμῶν τὸ δίκαιον μηδένα ἐᾶν ἀνθρώπων ἐξαιρεῖσθαι, μήτε τὰσ τῶν στρατηγῶν συνηγορίασ, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντέσ τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν, μήτε τὰσ τῶν ξένων δεήσεισ, οὓσ ἀναβιβαζόμενοί τινεσ ἐκφεύγουσιν ἐκ τῶν δικαστηρίων, παράνομον πολιτείαν πολιτευόμενοι· (Aeschines, Speeches, , section 71)

    (아이스키네스, 연설, , section 71)

유의어

  1. to inflict indignities or outrages upon

  2. to cause ruin

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION